Saturday, April 20g-point.gr

Γιαννούλης στο Gazzetta: «Όλη η μπασκετική μου ζωή, ένα μάτσο αναποδιές!»

Θα έχετε σίγουρα ακούσει το στερεότυπο ότι η καριέρα των αθλητών είναι σύντομη και όταν τελειώνει, αρχίζει μία δεύτερη ζωή. Στην περίπτωση του 63 φορές διεθνούς με την ανδρών και άλλες 57 με τις μικρότερες Εθνικές ομάδες, βέβαια, προκύπτει μία χτυπητή εξαίρεση. Όχι τόσο γιατί ο 45χρονος πρώην διεθνής σέντερ παραμένει ενεργός και μία φορά την εβδομάδα βάζει αθλητικά παπούτσια και σορτσάκι και γεμίζει την ρακέτα του Αιολικού Μυτιλήνης

Αλλά πολύ περισσότερο, γιατί όσα έχει ζήσει μέσα στα γήπεδα και όσα γεμίζουν ακόμη την σημερινή του καθημερινότητα και καθορίζουν την συνολική του οντότητα, έχουν σημείο αναφοράς την πορτοκαλί μπάλα.

Φίλες και φίλοι, ο Γιάννης Γιαννούλης στην συνέντευξη της ζωής του. Μία κατάθεση ψυχής 10.591 λέξεων, μέσα από τις οποίες, παρελαύνουν ο Γιώργος Αμερικάνος, ο Νίκος Βεζυρτζής, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Ντράγκαν Σάκοτα, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς και πολλοί άλλοι που σημάδεψαν την πορεία του.

* Ευχαριστούμε το εστιατόριο “Το Ελληνικόν” (Λαζαράκη 28, Γλυφάδα) για την φιλοξενία και τα νόστιμα εδέσματα. To πολυσύχναστο ουζομεζεδοπωλείο των νοτίων προαστίων ανήκει στην σύντροφο του, Κατερίνα Τζέρμια, που μαζί με τον Γιάννη δραστηριοποιείται στους χώρους εστίασης σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.

 
Ακολουθήστε τον Γιαννη στο Instagram @giannisgiannoulis15

Τα παιδικά χρόνια στον Καναδά και η επιστροφή στην Ελλάδα

Σε τι φάση βρίσκεται τώρα ο Γιάννης Γιαννούλης;

«Σε πολύ δημιουργική, θα έλεγα! Τρέχω δύο sites, το G-point.gr, που είναι αθλητικού περιεχομένου και Mycity.com.gr, που είναι ειδησεογραφικό. Στο πρώτο, πέρα από την αθλητική επικαιρότητα, γράφω κι εγώ τις ιστορίες που βίωσα στην διάρκεια της καριέρας μου και φιλοξενώ τις αντίστοιχες πολλών αθλητών, προπονητών και δημοσιογράφων. Πάμε πολύ καλά εμπορικά και είναι μία δουλειά που μου αρέσει πολύ.»

Δηλαδή έφτασε η στιγμή που πλέον έχεις αποχωριστεί οριστικά το μπάσκετ;

«Όχι ακόμη! Παίζω μαζί με τον Γιώργο τον Γιαννουζάκο στην Μυτιλήνη. Στον Αιολικό για την ακρίβεια, που αγωνίζεται στο τοπικό πρωτάθλημα Λέσβου με στόχο την άνοδο στην Γ’ Εθνική. Έχω παίξει ήδη ένα παιχνίδι και πρώτη φορά γέμισε ένα πολύ όμορφο νέο γήπεδο που έχουν φτιάξει. Πηγαίνω τις Παρασκευές, κάνω μία προπόνηση, παίζω το Σάββατο και μετά επιστρέφω αεροπορικώς στην Θεσσαλονίκη. Υπάρχει μία πτήση κάθε μέρα. Σκέψου ότι το νησί έχει μόνιμο πληθυσμό κοντά στους 150.000 κατοίκους.»

Είναι αυτό που λέμε “for the love of the game”; Γιατί εδώ και πάνω από μία δεκαετία, μετά που γύρισες από την Κύπρο, παίζεις αδιάλειπτα σε ομάδες που αγωνίζονται σε εθνικές και τοπικές κατηγορίες…

«Συνδυασμός! Δεν με ενδιαφέρει η κατηγορία, απλά από την στιγμή που τα πόδια μου και το σώμα μου με κρατάνε ακόμη, παίζω το μπασκετάκι μου και ταυτόχρονα ταξιδεύω σε όλη την Ελλάδα, γνωρίζοντας μέρη που δεν είχα ξαναεπισκεφτεί.»

Θα σε γυρίσω πολλά χρόνια πίσω τώρα, στην παιδική σου ηλικία στο Τορόντο του Καναδά. Πως βρεθήκατε εκεί οικογενειακώς;

«Κατ’ αρχάς να σου πω ότι οι γονείς μου, αν και γεννήθηκαν στην Καρδίτσα, γνωρίστηκαν στον Καναδά, όπου ταξίδεψαν εκεί ξεχωριστά ως οικονομικοί μετανάστες. Η μητέρα μου εργαζόταν ως σερβιτόρα σε μία αλυσίδα εστιατορίων με σπεσιαλιτέ τα κοτόπουλα, το “Swiss Chalet” και ο πατέρας μου στην αρχή έκανε διάφορες δουλειές και μόλις παντρεύτηκε, άνοιξε μία χαρτοπαικτική λέσχη.»

Εκεί μεγαλώσατε με τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο; Γιατί στο Τορόντο έχει κοντά στους 200.000 Έλληνες…

«Σίγουρα (σ.σ.: το επιβεβαιώνει και η αδερφή του Έβελιν, που είναι παρούσα στην συνέντευξη)! Απλά εγώ δεν τα πήγαινα καλά με τα ελληνικά! Σε αντίθεση με την αδερφή μου! Πηγαίναμε σε καναδέζικο σχολείο, στο οποίο κάναμε και ελληνικά, αλλά εγώ γενικά, ποτέ δεν ήμουν καλός στα γράμματα…»

Στο σπίτι ποια γλώσσα μιλάγατε;

«Οι γονείς και οι συγγενείς μας μιλούσαν ελληνικά κι εμείς είχαμε αποκτήσει το κακό συνήθειο να απαντάμε στα αγγλικά.»

Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;

«Ωραία παιδικά χρόνια! Θυμάμαι έντονα τα καλοκαίρια και τους χειμώνες. Καθόλου την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τον χειμώνα είχε πολύ κρύο και χιόνι και κάναμε πατινάζ και όλα τα χειμερινά σπορ και τα καλοκαίρια παίζαμε πολύ έξω στον δρόμο.»

Δεν γυρνούσατε στην Ελλάδα;

«Ένα καλοκαίρι ερχόμαστε κι ένα όχι… Κάπως έτσι…»

Και πως ελήφθη η απόφαση του επαναπατρισμού;

«Απ’ ότι θυμάμαι, είχε αρρωστήσει ο παππούς μας, ο πατέρας του πατέρα μας. Αυτή ήταν η αφορμή. Αλλά οι γονείς μου είχαν μαζέψει κάποια χρήματα κι επειδή πάντα είχαν στο μυαλό τους να γυρίσουμε κάποια στιγμή, μία μέρα μπήκε στο σπίτι ο μπαμπάς κι έτσι απλά είπε στην μάνα μας “φτάνει ο Καναδάς! Γυρίζουμε Ελλάδα! Θα πάρω εγώ τον Γιάννη κι εσύ θα έρθεις σε έναν μήνα με την Έβελιν!” Κάπως έτσι, μπήκαμε στο αεροπλάνο και φύγαμε γραμμή για το χωριό. Τότε μείναμε για λίγο στην γιαγιά μου, στο Καλλιφώνι και μετά μετακομίσαμε στην Καρδίτσα.»

Τότε ήσουν πόσο χρονών; Τι τάξη πήγαινες;

«Ήμουν οκτώ και πήγαινα στην δευτέρα δημοτικού και μέχρι την 1η γυμνασίου να φανταστείς, τα είχα βρει μπαστούνια γιατί ουσιαστικά δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν μιλούσα γρι ελληνικά! Αλλά δεν έφαγα bullying γιατί από μικρός ήμουν… θηρίο! Οπότε δεν έχω άσχημα παιδικά βιώματα (σ.σ.: γέλια…)!»

Ήσουν από μικρός μεγαλόσωμος;

«Όταν γεννήθηκα, οι γιατροί λέγανε ότι ήμουν το μεγαλύτερο μωρό που έχει γεννηθεί στο Τορόντο. Αλλά δεν θυμάμαι τα νούμερα για να σε εντυπωσιάσω ακόμη περισσότερο (σ.σ.: γέλια…)!»

Στην Ελλάδα πως μεγάλωσες;

«Όλη μέρα έξω στο δρόμο για παιχνίδι! Στον Καναδά έκανα kung fu και είχα μπει από μικρός στις πολεμικές τέχνες, αλλά στην Καρδίτσα, δυστυχώς, δεν είχε. Έτσι, λοιπόν, βολεύτηκα με το tae kwon do. Γράφτηκα στην σχολή που υπήρχε στην πόλη, ήρθε για λίγο και η αδελφή μου και ξεκινήσαμε…»

Με την Έβελιν, είστε από μικροί τόσο δεμένα αδέλφια, όσο βλέπω τώρα;

«Πολύ, αλλά με πολύ ξύλο που έτρωγα μικρός. Πολύ φάπα! Και μέχρι τα 13-14 δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, γιατί η αδελφή μου ήταν πάντα πιο ψηλή και πιο δυνατή από μένα.»

 

Και από το tae kwon do πως το γύρισες στο μπάσκετ;

«Ένα καλοκαίρι είχα πάει διακοπές με την μάνα μου και μέσα σε τρεις μήνες πήρα 14 πόντους. Ήμουν που ήμουν ψηλός, γύρισα τον Σεπτέμβρη και ήμουν 1,96-1,97! Ευτυχώς που είχα πολύ γυμνασμένα πόδια και γενικώς ήμουν συνέχεια στην κίνηση, γιατί αν ήμουν ξάπλα, θα δυσκολευόμουν και θα πονούσα πολύ με τόσο ξαφνική ανάπτυξη. Πάω, λοιπόν, για προπόνηση στην σχολή και όπως φοράω την φόρμα, συνειδητοποιώ ότι μου είχε φτάσει μέχρι το γόνατο. Θυμάμαι ότι ντράπηκα πολύ κι έβαλα τα κλάματα, νομίζοντας ότι κάποια βλακεία έκανε η μάνα μου και “μπήκε” στο πλύσιμο. Εν τω μεταξύ, είχα μαύρη ζώνη κι ένα νταν και στο ζέσταμα έβγαινα μπροστά και έδειχνα τις ασκήσεις. Μόλις με βλέπει ο δάσκαλος, με φωνάζει στο γραφείο και όπως είμαι λίγο βουρκωμένος, μου λέει “τι ύψος έχεις;”. Εγώ δεν ήξερα, οπότε πάει φέρνει ένα μέτρο και με μετράει και ρίχνει την βόμβα: “Τέρμα το tae kwon do για σένα! Αλλάζει τελείως το σώμα σου και θα γίνεις γύρω στο 2,05, οπότε καλύτερα να πας να παίξεις μπάσκετ ή βόλεϊ!”… Έπαθα σοκ! Μου ζητάει να κάνω σπαγγάτο, που το είχα για πλάκα και μόλις σκύβω να το κάνω, συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ…»

Υπήρχε στο μυαλό σου καθόλου το μπάσκετ τότε;

«Μηδέν! Ούτε για αστείο! Έπαιζα λίγο ποδόσφαιρο και λίγο μπάσκετ στο σχολείο, επειδή αυτά ήταν τα παιχνίδια που έπαιζαν όλα τα παιδιά, αλλά δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα ασχοληθώ σοβαρά.»

Παρ’ ότι τότε είμαστε στο 1990 και το μπάσκετ ήταν το εθνικό μας σπορ. Δεν είχες επηρεαστεί καθόλου από το Ευρωμπάσκετ του ’87;

«Το καλοκαίρι του ’87 δούλευα στο μαγαζί του πατέρα μου, μία καφετέρια-μπουάτ και μπουζούκια μαζί, ένα μπερδεμένο πράγμα που είχε τρελάνει όλους τους Καρδιτσιώτες και εγώ ήμουν βοηθός σερβιτόρου. Τον τελικό τον είδα συνέχεια με τον δίσκο στο χέρι. Ώσπου κάποια στιγμή, όταν νικήσαμε τον πέταξα κι επειδή ήμασταν στον 5ο όροφο, κοιτάω από κάτω και όλοι είχαν πέσει μέσα στο συντριβάνι της πλατείας. Κατέβηκα μαλλιοκούβαρα και βούτηξα μέσα κι εγώ!»

Και μετά το άδοξο τέλος στο tae kwon do, πως έγινε η μετάβαση στο μπάσκετ;

«Σε πρώτη φάση, έκανα καιρό να συνέλθω γιατί ο δάσκαλος, ο συγχωρεμένος ο Γιώργος Καμπίτσας, με έδιωξε με συνοπτικές διαδικασίες και για ένα μεγάλο διάστημα του κρατούσα κακία. Μετά από λίγο καιρό, έπιασα το βόλεϊ γιατί και μου άρεσε και η ομάδα της Καρδίτσας ήταν στην Γ’ Εθνική. Όμως μου έλλειπε η επαφή. Γιατί εγώ ήμουν από μικρός τσαμπουκάς και πλακωνόμουν για ψύλλου πήδημα στο ξύλο. Ένα απόγευμα που ήμουν στο σχολείο, ήταν ένα παιδί που πηδούσε σαν το κατσίκι και προσπαθούσε να καρφώσει στην μπασκέτα. Παίρνω μία μπάλα ποδοσφαίρου που βρήκα εκεί και μόλις δοκιμάζω για πρώτη φορά, την καρφώνω με άνεση. Με βλέπουν κάποιοι εκεί και κάνανε λες και ανακάλυψαν τον νέο Γκάλη. Ε, μετά από αυτό άρχισα να παίζω πιο συχνά και στο σχολείο, με είδε και ο γυμναστής και μου είπε να πάω σε ομάδα και μέσα σε 10 μέρες, γράφτηκα στον Γυμναστικό Σύλλογο Καρδίτσας, που έπαιζε κι αυτός Γ’ Εθνική

Εκεί όμως παρέμεινες ελάχιστα, αν δεν κάνω λάθος…

«Ναι και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μου άρεσε το pick’n’roll, που αργότερα μ’ αυτό έκανα καριέρα! Λέω “τι είναι αυτό που δείχνετε εδώ; Δεν μου αρέσει!” και πήγα σε μία μικρότερη ομάδα, τον Φιλαθλητικό, όπου έπαιζαν και δύο φίλοι μου και συμμαθητές μου. Και ξαφνικά έπαιζα σχολικό, παιδικό, εφηβικό με πλαστό δελτίο ενός φίλου μου που ήταν κι αυτός μελαχρινός και την Κυριακή έπαιζα με τον ανδρικό. Τέσσερα παιχνίδια σε 3 μέρες. Και ήμουν και πολύ καλός!»

Χωρίς να έχεις καμία υποδομή στα βασικά του αθλήματος; Έπαιζες μόνο με το ένστικτο και τα αθλητικά προσόντα;

«Ακριβώς! Από τεχνικής άποψης ήμουν σκράπας. Έπαιρνα το ριμπάουντ ή έκανα τάπα και πήγαινα μέχρι μέσα για το καλάθι! Εν τω μεταξύ στο αντρικό ήταν όλοι συμμαθητές της αδελφής μου κι επειδή έβλεπαν ότι ξεχώριζα, μου έδιναν πολύ την μπάλα. Επειδή ήμουν “Καναδάκι” και χόρευα break dance, με είχαν βγάλει James και με είχαν σαν το πουλέν τους. Μέχρι και στην disco με έπαιρναν για να τους διασκεδάζω…»

Και πως, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια και χωρίς να έχεις δουλέψει ατομικά, βρέθηκες από τον Φιλαθλητικό Καρδίτσας στον ΠΑΟΚ;

«Η διαδικασία της μετεγγραφής μου πέρασε από μύρια κύματα και μέσα απ’ αυτό το ταξίδι και τις εμπειρίες που έζησα, μπορώ να πω ότι σε έναν βαθμό αισθάνθηκα ότι μεγάλωσα πριν την ώρα μου

Από το λατρεμένο καράτε στο… μισητό pick’n’roll!

 

“Τόσα δίνω, πόσα θες;”

Τι συνέβη;

«Ένα θλιμμένο απόγευμα, στην εποχή των καταλήψεων, εγώ βρισκόμουν στον σχολείο κι έπαιζα μπουκάλα, παρ’ ότι εκείνη την ώρα είχα προπόνηση! Προφανώς, κάποιοι είχαν πει στον συγχωρεμένο τον Γιώργο Αμερικάνο ότι στην Καρδίτσα υπάρχει ένα ταλαντούχο παιδάκι κι επειδή ο δρόμος του τον είχε βγάλει προς τα μέρη μας, τον πήγανε στο μαγαζί του πατέρα μου για να έρθει σε επαφή με την οικογένεια. Ο μπαμπάς μου, τότε, ήξερε μεν ότι είχα αρχίσει να παίζω μπάσκετ, αλλά δεν γνώριζε λεπτομέρειες και ούτε είχε ασχοληθεί. Μέχρι τότε είχα πάει μία φορά στο κλιμάκιο της Θεσσαλίας, όπου είχαμε μαζευτεί στα Τρίκαλα και εκεί με είχε δει ο Λάκης Τσάβας, οπότε ίσως να είχε μιλήσει εκείνος στον Αμερικάνο…»

Και πως έγινε το “κονέ”;

«Παίρνει τηλέφωνο ο πατέρας μου στο σπίτι και ρωτάει που είμαι. “Προπόνηση” λέει η μάνα μου. Πάει στο γήπεδο να με βρει, πουθενά εγώ. Κάποιος του λέει ότι “δεν ήρθε σήμερα γιατί είναι στην κατάληψη”, οπότε πετάγεται απέναντι – γιατί το σχολείο ήταν δίπλα στο γήπεδο – και βάζει μία αγριοφωνάρα απ’ έξω, που μόλις τον άκουσα, λέω “αυτό ήταν, ο πατέρας μου θα με σκοτώσει!” κι έγινα… Λούης! Βγαίνω έξω και παρ’ ότι φορούσα τζιν μου λέει “πάμε στο γήπεδο, έχεις προπόνηση”… Μου έδωσαν ένα σορτσάκι, μπήκα στον προπόνηση και σιγά-σιγά καταλαβαίνω ότι μου δίνουν συνεχώς την μπάλα. Ξαφνικά, διακόπτει το διπλό ο Αμερικάνος και αρχίζει να μου ζητάει να καρφώσω, να κάνω το ένα, να κάνω το άλλο. Εγώ δεν καταλάβαινα τι γίνεται, αλλά παρ΄ότι ήμουν χαβαλές, έβλεπα ότι όλοι οι συμπαίκτες μου είχαν πάρει πολύ σοβαρό ύφος και με παρότρυναν να βγάλω τον καλύτερό μου εαυτό. Είχαν αντιληφθεί ότι η ευκαιρία να απλώσω τα φτερά μου έξω από την Καρδίτσα, δεν έπρεπε να χαθεί..

Αυτές ήταν οι πρώτες σοβαρές μπασκετικές εξετάσεις που πέρασες;

«Η πλάκα είναι ότι μου ζητούσε να καρφώσω με το ένα χέρι και μετά με το άλλο χέρι, ενώ στο τέλος ήθελε να καρφώσω ανάποδα. Εγώ μέχρι τότε αυτές τις κινήσεις δεν τις ήξερα καν, ούτε τις είχα δοκιμάσει. Δεν έβλεπα και μπάσκετ στην τηλεόραση, οπότε δεν φανταζόμουν ότι υπάρχει και ανάποδο κάρφωμα. Μου έδειξε πως να το κάνω και μόλις το έκανα, πανηγυρίζανε όλοι λες και πήραμε κανένα πρωτάθλημα. Τρομερό σκηνικό, από το οποίο μου έχει μείνει ανεξίτηλο το βλέμμα του πατέρα μου στην άκρη, που ήταν σαν να μου έλεγε “ρε Γιάννη, είσαι τόσο καλός;”…»

Μέχρι τότε δεν είχε ιδέα για το τι μπορούσες να κάνεις…

«Ναι, αλλά μετά απ’ αυτό κατάλαβε και το πήρε πολύ σοβαρά. Ρώτησε τον προπονητή και κράτησε επαφή με τον Αμερικάνο, οπότε το ερχόμενο καλοκαίρι, που είχα τελειώσει την 1η Λυκείου, με πήρε και κατεβήκαμε στην Αθήνα. Εκεί βρεθήκαμε με τον Αμερικάνο και πήγαμε σε ένα ανοιχτό γήπεδο στο Ψυχικό, που είχε ταρτάν. Μέχρι τότε εγώ δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Κάναμε δύο προπονήσεις με κάποιους προπονητές, ήταν και η κόρη του εκεί και συνάδελφός σου (σ.σ.: η Χριστίνα Αμερικάνου) και μου έδινε πάσες θυμάμαι, οπότε μετά από 2-3 μέρες μου λέει “τέρμα η προπόνηση, είναι ώρα να σου βρούμε ομάδα!”»

Και κάπως έτσι ξεκίνησε το tour σε ομάδες της Αθήνας;

«Ακριβώς! Πήγαμε πρώτα στο ανοιχτό των Αμπελοκήπων, που τότε είχαν ανέβει στην Γ’ Εθνική και ήταν πολύ ανερχόμενη ομάδα. Έρχεται ο πρόεδρος και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι μιλάνε για εκατομμύρια δραχμές… Γίνεται εκεί μία πρώτη διαπραγμάτευση και φεύγουμε. Εμένα με είχαν… παρκάρει σε ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Βικτωρίας και ο πατέρας μου ήταν όλη μέρα μαζί με τον Αμερικάνο στο μαγαζί του Δομάζου. Με Αντωνιάδη και όλους τους λοιπούς ποδοσφαιριστές και τραγουδιστές που μαζεύονταν εκεί κι έπαιζαν χαρτιά, μπαρμπούτι και ζάρια! Θυμάμαι ότι έπαιρνα δύο λεωφορεία για να πάω στην αδερφή μου στα Κάτω Πατήσια και να μου πλύνει τα ρούχα και μετά γύριζα στο ξενοδοχείο και περίμενα.»

Ποιος ήταν ο επόμενος σταθμός;

«Η Καλλιθέα και ο Έσπερος, που τότε είχε πολύ καλή ομάδα με Μπανακάκη καλύτερο παίκτη, Απόστολο Κόντο προπονητή και βλέψεις για άνοδο στην Α1 Κατηγορία. Εκεί νομίζω ότι έκανα προπόνηση με βρεγμένα ρούχα, γιατί δεν είχαν προλάβει να στεγνώσουν. Μπαίνω στην προπόνηση και καθώς ήμουν και λίγο κουρασμένος, τρώω μία τάπα από έναν πιο ψηλό και γεροδεμένο από μένα και βλέπω τον ουρανό σφοντύλι. Και όπως γυρνάω και βλέπω τον πατέρα μου και τον Αμερικάνο, μου ρίχνουν ένα μπινελίκι μέσα από τα δόντια – ξέρεις απ’ αυτά που ακούγονται και δεν ακούγονται – οπότε ξαφνικά ξυπνάω και με πιάνει αμόκ! Ήταν το πρώτο διπλό στο οποίο αγχώθηκα και μου βγήκε το ένστικτο της επιβίωσης. Από εκείνο το σημείο και μετά, τους πήρα όλους παραμάζωμα. Το τι τάπα και κάρφωμα έπεσε, δεν έχεις ιδέα. Στο τέλος της προπόνησης, έρχεται ο Κόντος και λέει “΄δεν φεύγετε από δω, αν δεν υπογράψουμε απόψε!”. Εκείνο το βράδυ έζησα εντελώς πρωτόγνωρες στιγμές! Να με κλείνει ο Αμερικάνος στην τουαλέτα για να με δασκαλέψει, να φέρνουν χαρτιά να υπογράψω, να περιμένουν κάποιον άλλον να φέρει μετρητά για προκαταβολή, σκηνές απείρου κάλλους…»

 

Ούτε εκεί υπέγραψες, όμως…

«Όχι γιατί όλον αυτόν τον καιρό που εγώ πήγαινα από ομάδα σε ομάδα, ο Αμερικάνος είχε δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από μένα, που έφτασε μέχρι την ΑΕΚ, στην οποία και ήθελε εξ’ αρχής να με πάει. Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα εγώ μπαινόβγαινα στο σπίτι της οικογένειας του, με τάιζε η γυναίκα του η Πέπη, με διάβαζε η Χριστίνα (σ.σ.: για να μην χάσει έδαφος ενόψει της επόμενης σχολικής χρονιάς!), γενικά με είχαν σαν παιδί τους.»

Διάβασε  ΠΑΟΚ-Ανασύνταξη και στροφή σε Ολυμπιακό

Μιλάμε τώρα για το καλοκαίρι του 1992. Εσύ ήσουν 16 χρονών και πρόεδρος στην ΑΕΚ ήταν ο Βουτσόπουλος…

«Α να μπράβο! Πάμε, λοιπόν, στην Βαρυμπόμπη όπου εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το πράγμα σοβαρεύει. Μέχρι τότε δεν φανταζόμουν ότι δεν θα ξαναγυρίσω στην Καρδίτσα για να πάω στην 2α Λυκείου και νόμιζα ότι αν κλείσω κάπου, η μετεγγραφή θα ισχύει για μετά τα 18.»

Τέτοια άγνοια;

«Ναι σου λέω. Ούτε τις ομάδες στις οποίες δοκιμαζόμουν δεν ήξερα. Στην Βαρυμπόμπη που πήγαμε, κατάλαβα ότι πρόκειται για την ΑΕΚ, στο τέλος όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε και μου είπαν ότι θα πάμε στη Νέα Φιλαδέλφεια για να υπογράψουμε. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα, που είχα χάσει την μπάλα…»

Και φεύγετε από ‘κει και πάτε γραμμή για το “Γεώργιος Μοσχος”;

«Όχι πήγαμε δίπλα στο ποδόσφαιρο! Και εκεί που είμαστε στην αίθουσα των συνεδριάσεων με τα τρόπαια και τις φωτογραφίες, ξαφνικά μπαίνει μέσα μέσα ο Ψωμιάδης με την πουράκλα, το κομπολόι και δύο-τρεις φουσκωτούς δίπλα του. “Σήκω απάνω, να σε δω…”, μου λέει. Σηκώνομαι και μόλις βλέπει ότι είμαστε περίπου στο ίδιο ύψος, μου δίνει το χέρι και μου λέει: “Καλώς ήρθες στην βασίλισσα!”… Πετάγεται ο Αμερικάνος και του λέει ότι δεν έχουμε συμφωνήσει ακόμη σε όλα, απαντάει ο Μάκης “μην αγχώνεσαι Γιώργο, θα τα βρούμε!”… Μιλάμε για απίστευτους διαλόγους…»

Εσύ ήξερες, τότε, ποιος ήταν ο Μάκης Ψωμιάδης, αν ήταν πρόεδρος της ΠΑΕ ΑΕΚ;

«Όχι καθόλου! Δεν παρακολουθούσα ιδιαίτερα τα αθλητικά. Είχα γεννηθεί και μεγαλώσει στο Τορόντο, οπότε από μικρός δεν υποστήριζα κάποια ομάδα όπως συνέβαινε με τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου. Απλά ήξερα ότι στην Νέα Φιλαδέλφεια παίζει η ΑΕΚ.»

Στην πορεία δεν απέκτησε κάποια προτίμηση προς κάποια ομάδα;

«Κοίτα, επειδή μου άρεσε να υποστηρίζω τους αδύναμους και τότε ο Άρης κέρδιζε συνέχεια στο μπάσκετ, είχα αποκτήσει μία συμπάθεια για τον ΠΑΟΚ, που όλο έφτανε στην πηγή και δεν έπινε νερό. Αλλά όχι σε έντονο βαθμό, γιατί δεν ήξερα ούτε ποιοι έπαιζαν εκτός από τον Φασούλα, λόγω Ευρωμπάσκετ ’87 και Εθνικής. Να φανταστείς ότι όταν πήρα την μετεγγραφή και πήγα στην πρώτη προπόνηση, τον Μπάνε δεν τον ήξερα, ενώ μόλις είδα τον Κόρφα, γέλαγα! “Αυτός ο κοντοστούπης είναι μπασκετμπολίστας;”, έλεγα…»

Και πως “χάλασε το γλυκό” με την ΑΕΚ;

«Εκεί, λοιπόν, που ήρθε ο Ψωμιάδης και άρχισαν την διαπραγμάτευση, κάποια στιγμή λέει ο Μάκης “θα παίρνεις 30.000 δραχμές το μήνα, θα μένεις με άλλα δύο παιδιά, θα πηγαίνεις σε αυτό το σχολείο και θα τρως σε εκείνο το εστιατόριο, αλλά όλα από τέλη Οκτωβρίου”… Μέχρι εκείνη, την στιγμή εγώ καθόμουν κι άκουγα χωρίς να έχω ανοίξει το στόμα μου. Μόλις συνειδητοποιώ ότι τότε είχαμε Ιούλιο και μέχρι τον Νοέμβριο δεν θα είχα πρόσβαση ούτε σε χρήματα, ούτε στο εστιατόριο, πετάγομαι και λέω το πλέον φυσιολογικό: “κι εγώ τι θα τρώω τέσσερις μήνες;”… Είχα αρχίσει να ξυπνάω και να καταλαβαίνω ότι το μπάσκετ, θα μου προσέφερε μία διέξοδο από τους στενούς ορίζοντες της Καρδίτσας. Είχε παίξει και με το μυαλό μου ο πατέρας μου, λέγοντάς μου ότι αν δεν φύγω, θα μου δώσει το μαγαζί και θα καταλήξω μπουζουκτσής κι αυτό δεν μου άρεσε ως προοπτική…»

Και τι έγινε μετά;

«Μου άρπαξε ο πατέρας μου το μπούτι τόσο δυνατά, που πρέπει το δάχτυλό του να έπιασε κόκκαλο κάτω από το τραπέζι! Αλλά εγώ το συνέχισα και είπα ότι “όχι μπαμπά, δεν συμφωνώ γιατί η άλλη ομάδα μας δίνει πιο πολλά!». Οπότε νευριάζει ο Ψωμιάδης κι αρχίζει να φωνάζει, παίρνει το μέρος μου ο Αμερικάνος και την βγαίνει στον Μάκαρο σε στυλ “τι ανακατεύτηκες εσύ, ο Βουτσόπουλος έχει το μπάσκετ” και γίνεται ένας τσακωμός άνευ προηγούμενου. Όπως καταλαβαίνεις χάλασε η μετεγγραφή και σηκωθήκαμε και φύγαμε…»

Το “καλώς ήρθες” του Ψωμιάδη, ο τσακωμός και το “όχι” στην ΑΕΚ

 

Μία λαμπάδα στο μπόι του Γιαννάκη!

Και ο ΠΑΟΚ πως προέκυψε;

«Μετά απ’ όλα όσα έγιναν, ο Αμερικάνος είχε γίνει ράκος. Όχι τόσο γιατί δεν έγινε η δουλειά, αλλά γιατί δεν τον αντιμετώπισαν με τον δέοντα σεβασμό, που άρμοζε σε έναν βετεράνο παίκτη του βεληνεκούς του και της ιστορίας του στην ΑΕΚ. Αυτό ήταν το παράπονό του! Κι εκεί που είμαστε με την ουρά στα σκέλια και έτοιμοι να επιστρέψουμε άπραγοι στην Καρδίτσα, ξαφνικά, όπως μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, μας λέει: “θα πάρω ένα τηλέφωνο κι αν μας πούνε να πάμε, θα πάμε επί τόπου χωρίς να ζητήσω ούτε δραχμή!”. Με κοιτάει ο πατέρας μου και συναινούμε από την στιγμή που δεν είχαμε κι άλλη εναλλακτική, οπότε στο επόμενο καρτοτηλέφωνο που βρίσκουμε, βγαίνει έξω ο Αμερικάνος, μιλάει με κάποιον και μόλις επιστρέφει, μας λέει “φεύγουμε για Θεσσαλονίκη!”…»

Με ποιον μίλησε;

«Με τον Νίκο τον Βεζυρτζή! Του λέει “έχω έναν πιτσιρικά από την Καρδίτσα που τον θέλουνε όλες οι ομάδες και δεν πρέπει να τον χάσεις!”…»

Και τι απάντηση πήρε;

«“Φύγετε γραμμή για αεροδρόμιο και μέχρι να φτάσετε θα βρείτε εισιτήρια στα όνοματά σας στην πρώτη πτήση για Θεσσαλονίκη! Έρχεστε εδώ και υπογράφουμε”…»

Έτσι απλά; Χωρίς να σε δουν σε μία προπόνηση;

«Ναι, χωρίς να ξέρουν ούτε το όνομά μου!»

Εσύ, εν των μεταξύ, δεν είχες κληθεί ούτε καν στην Εθνική παίδων ακόμη, σωστά;

«Τίποτε, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.»

Και φτάνετε στην Θεσσαλονίκη…

«Και καπάκι πάμε, με τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ, σε ένα εστιατόριο με ψάρια. Με ρωτάνε τι θέλω να φάω κι επειδή εμείς στην Καρδίτσα, τρώγαμε ψάρι κάθε Τετάρτη που είχε λαϊκή, δεν ήξερα άλλο πλην του γάβρου που ήταν φτηνό. Το ακούνε αυτό οι Παοκτζήδες και τρελαίνονται! “Τι παιχταράς είσαι; Θα τσακίσουμε τον Ολυμπιακό!” και κάτι τέτοια μου έλεγαν. Δίνουμε τα χέρια και την άλλη μέρα πάμε στην αντιπροσωπεία της Opel και εκείνη την ώρα έρχεται ο Μπουντούρης. Του είχαν δώσει ένα αυτοκίνητο για να κινείται και δεν του άρεσε και ζήτησε να πάρει ένα άλλο! Μόλις τον βλέπω, τον αναγνωρίζω γιατί έπαιζε στον Ολυμπιακό Βόλου και καμιά φορά πήγαινα στην Λάρισα για τους αγώνες του Γυμναστικού και όλοι μιλούσαν για το ταλέντο του. Με βλέπει εκεί μικρό και μου λέει “από που είσαι νεαρέ;”…»

Ο Νίκος έχει την φήμη ότι τους πρόσεχε τους μικρούς…

«(Γέλια!!)… Ξέρεις τι φάπες έχω φάει εγώ και ο Ρεντζιάς από τον Μπουντούρη μέχρι να γίνουμε 18 χρονών; Δεν έχεις ιδέα… Για το πως πρέπει να μιλάμε, πως πρέπει να καθόμαστε στο τραπέζι, σε κάθε βλακεία που κάναμε τρώγαμε φάπα…»

Και τελικά δώσατε τα χέρια;

«Εννοείται! Αλλά το ωραίο ήταν ότι ο Βεζυρτζής μου έδωσε έτσι για πλάκα 500 χιλιάδες δραχμές για να πάω διακοπές και πριν προλάβω να συνέλθω, κοιτώντας την δεσμίδα με τα χαρτονομίσματα που έβγαλε από το συρτάρι, με ρωτάει το εξής: “δίπλωμα αυτοκινήτου έχεις;”. Και κάνω την βλακεία και λέω “όχι”. Θα έπαιρνα το αμάξι που άφησε ο Μπουντούρης για τον πατέρα μου και θα φεύγαμε και με μετρητά και με συμβόλαιο και με αυτοκίνητο! Ακόμη θυμάμαι το κράξιμο που έφαγα από τον πατέρα μου.»

Κι έτσι απλά βρέθηκες στον ΠΑΟΚ στα δεκαεξίμισι χρόνια σου;

«Εγώ πραγματικά είχα μείνει άφωνος. Και όταν μείναμε μόνοι μας, ρώτησα τον Αμερικανό για το πως έκανε αυτό το “μαγικό κόλπο”… Θα σου πω ακριβώς τι μου είπε: “Το 1983 είχα πάρει τον Βεζυρτζή και του είχα πει ότι ο Ιωνικός έχει έναν ταλαντούχο νεαρό, που τον λένε Παναγιώτη Γιαννάκη. Πάρτον με κλειστά μάτια, κοστίζει 10 εκατομμύρια δραχμές! Ο Βεζυρτζής, τότε μου απάντησε ότι θα πάρει τον Νίκο Σταυρόπουλο από την Λάρισα, που κατά την άποψή του ήταν καλύτερος”… Η συνέχεια είναι γνωστή με το δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη να αφήνουν εποχή στον Άρη και τον πρόεδρο του ΠΑΟΚ να χτυπάει το κεφάλι του. Μετά από λίγα χρόνια, ο Βεζυρτζής παραδέχτηκε το λάθος του στον Αμερικάνο και του είπε “ότι την επόμενη φορά, δεν θα ρωτήσω ούτε πως, ούτε ποιος, ούτε γιατί… Θα πάρω όποιον μου προτείνεις, με κλειστά μάτια!”… Κι έτυχε ο επόμενος να είμαι εγώ…»

Απίστευτη ιστορία…

«Ούτε εγώ ο ίδιος δεν το είχα πιστέψει τότε. Να φανταστείς ότι γύρισα με ΚΤΕΛ στην Καρδίτσα και μόλις επέστρεψε και ο πατέρας μου από την Αθήνα, που είχε αφήσει το αυτοκίνητο, μπαίνει στο σπίτι με γλυκά και λέει στην μάνα μου “φεύγει ο Γιάννης, τον πούλησα!”. Κλάματα η μάνα μου, ένας χαμός. Δύο μήνες με αγκάλιαζε γιατί θα της έλλειπα…»

Και δηλαδή μία ωραία πρωία, Αύγουστο μήνα, πήρες δύο τσάντες, μπήκες στο λεωφορείο και μετακόμισες μόνος σου σε μία άλλη πόλη;

«Ακριβώς! Με γράψανε στο Λύκειο Μαλακωπής στην Άνω Τούμπα, όπου έζησα πρωτόγνωρες στιγμές. Τι καταλήψεις για να μην φύγει ο Τουρσουνίδης από τον ΠΑΟΚ, τι εκλογές δεκαπενταμελούς συμβουλίου με τύπο να ανεβαίνει πάνω, να λέει “τελεία και παύλα, ΠΑΟΚ είσαι κ…α, ψηφίστε με” και να βγαίνει πρόεδρος μακράν του δεύτερου και τέτοια πράγματα…»

Και που έμεινες;

«Μαζί με άλλα δύο παιδιά, τον Κώστα τον Χρήστου, που έπαιξε πολλά χρόνια στην Α2 με επιτυχία και τον Λευτέρη τον Μακαβό, που δεν έμεινε πολύ στο μπάσκετ.»

Τι μηνιάτικο είχες τότε;

«Μηνιάτικο; Τον πρώτο χρόνο δεν πήρα καθόλου λεφτά! Έτρωγα σε ένα εστιατόριο στην Παπάφη και την Κυριακή, που ήταν κλειστό έμενα νηστικός!»

Έτρωγες διπλή μερίδα το Σάββατο, τότε;

«Το Σάββατο έπαιρνα ένα πιάτο για κυρίως και μπορούσα να πάρω ως συμπληρωματικό είτε μία σαλάτα, είτε ένα τζατζίκι. Αυτή ήταν η συμφωνία του ΠΑΟΚ. Και την Κυριακή, το στομάχι έπαιρνε ρεπό και τρεφόμαστε με κρουασάν από το περίπτερο.»

 

Να υποθέσω ότι έπαιζες στο εφηβικό και έκανες κάποιες προπονήσεις με τους άνδρες;

«Αυτό ήταν το πλάνο, αλλά στο ξεκίνημα βρέθηκα με την ανδρική ομάδα στο Μπόρμιο, για το βασικό στάδιο της προετοιμασίας με τον Ίβκοβιτς.»

Κατευθείαν στα “σκληρά”;

«(Γελάει!!)… Ήταν πολύ δύσκολος και ιδιαίτερος άνθρωπος. Στο δευτερόλεπτο, είτε σε έκανε βασιλιά, είτε σε ξεφτίλιζε! Θυμάμαι εκείνη την πρώτη χρονιά στην ομάδα, εγώ είχα ένα ζευγάρι παπούτσια που είχε ελαφρώς φθαρεί. Εκείνος συνήθιζε να ειρωνεύεται κάποιον που θεωρούσε ότι δεν έτρεχε όσο θα έπρεπε, με την εξής ερώτηση: “Είναι παλιά τα παπούτσια σου, ε;”… Εγώ δεν το ήξερα καθόλου αυτό και μόλις μου το λέει, του απαντάω αυθόρμητα “ναι coach, αλλά δεν έχω άλλα!”… Με το που το ακούει, γίνεται “κόκκινος”, έρχεται κοντά μου και μου λέει “τρέξε ρε!” και με λούζει στα μπινελίκια! Έκτοτε, δεν ξαναπερπάτησα! Εν τω μεταξύ, δίπλα ήταν ο Μπουντούρης, ο οποίος ευτυχώς, ήταν αυτός που την πλήρωνε όταν κάναμε βλακεία είτε εγώ, είτε ο Ρεντζιάς.»

Αυτή ήταν η πρώτη σου “καλή γνωριμία” με τον “Ντούντα”;

«Τώρα που είπες “Ντούντα”… Προς τιμήν του, την επόμενη μέρα από εκείνο το περιστατικό, πάω στα αποδυτήρια και βλέπω στην θέση που καθόμουν τρία ζευγάρια παπούτσια του κουτιού. Επειδή δίπλα μου καθόταν ο Μπάνε, τον κοιτάζω και μόλις του λέω “με γεια τα καινούρια παπούτσια”, μου απαντάει “είναι δικά σου, τα έστειλε ο Ντούντα”. Εγώ δεν είχα μάθει ακόμη αυτό το παρατσούκλι του coach και μόλις λέω “ποιος είναι ο Ντούντα;”, σηκώνεται ο Γαλακτερός με τον Τσέκο και με αρχίζουν σε κάτι σφαλιάρες, όλες δικές μου! Τότε ό,τι χαζομάρα λέγαμε ή κάναμε οι μικροί, έπεφτε φατούρο από τους μεγάλους. Η ουσία είναι ότι ενώ ο Ίβκοβιτς με είχε ξεφτιλίσει, μετά που κατάλαβε ότι δεν τον είχα κοροϊδέψει, έδωσε εντολή να μου φέρουν καινούρια παπούτσια.»

Γενικά πάντως και ακόμη περισσότερο οι μικροί, θα πρέπει να ήσασταν πολύ προσεκτικοί γιατί ό,τι και να λέγατε, θα μπορούσε να παρεξηγηθεί…

«Εννοείται! Μπερδευόταν κιόλας με τις γλώσσες, μία μιλούσε αγγλικά, μία ελληνικά και μερικές φορές δεν καταλάβαινε κι εκείνος τι έλεγε. Εν τω μεταξύ, ενώ σε όλους τους Έλληνες μιλούσε ελληνικά, εμένα μου μιλούσε στα αγγλικά. Επειδή είχε μάθει ότι έχω καναδικό διαβατήριο. Προσπαθούσα, λοιπόν, να βρω την καλύτερη ευκαιρία για να καταλάβει ότι ξέρω ελληνικά και πήγαινα δίπλα στον Μπουντούρη και φώναζα, αλλά οι μεγάλοι δεν με αφήναν να αγιάσω. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και πήγα και του το είπα. Μου απάντησε το εξής αμίμητο: “Μιλάς ελληνικά μπρε, είσαι έξυπνος;”… Κι έπεσαν όλοι κάτω από τα γέλια… Γενικά γινόντουσαν απίστευτες πλάκες…»

Αλλά και τεχνητές κρίσεις, να υποθέσω, που πολλές φορές δεν είχαν και την καλύτερη κατάληξη…

«Μία φορά, μετά από δύο προπονήσεις το πρωί, τρέξιμο στις 6 και μετά δύο ώρες στο γήπεδο με μπάσκετ, καθόμουν στο εστιατόριο μετά το φαγητό κι επειδή ήμουν πτώμα στην κούραση, είχα γείρει. Δίπλα μου ήταν ο Κουκλάκης, που είχε το συνήθειο να τρέφεται κυρίως με γλυκά και γι’ αυτό είχαν σαπίσει τα δόντια του. Εμάς τους δύο, μας είχε βάλει στο μάτι γιατί έπρεπε να βάλουμε κιλά. Και όπως είχα ψιλογλαρώσει, κάποια στιγμή με βλέπει από τρία τραπέζια πιο πέρα και μου φωνάζει: “Στο σπίτι σου, έτσι κάθεσαι στο τραπέζι;”… Πετάγομαι όρθιος και λέω αμέσως “συγνώμη”! Από ένα διπλανό τραπέζι, όμως, ακούστηκε ένα υπόκωφο “ναι” και ο coach νόμισε ότι το είπα εγώ! Δεν μπορείς να φανταστείς τί έγινε… Πέταξε το τραπέζι, πετάχτηκαν τα φαγητά πάνω στον Λάιο και τον Μαρκόπουλο, πήρε παραμάζωμα κάτι καρέκλες και έρχεται καταπάνω μου να με σκοτώσει…»



Και πως σώθηκες;

«Για καλή μου τύχη, έκανε το λάθος να πεταχτεί ο Μπουντούρης και λέει: “συγνώμη coach, να πω κάτι; Δεν είπε ‘ναι’ ο νεαρός!”. Τι το ‘θελε; Την πλήρωσε αυτός που πήγε να με υπερασπιστεί και τα άκουσε… χοντρά! Να μιλάει στην μούρη του Νίκου και να τον φτύνει, λέγοντάς του ότι εκείνος φταίει και ότι ως μεγαλύτερος, θα έπρεπε να με μάθει τρόπους και άλλα τέτοια. Και από πίσω ο Μαματζιόλας να γελάει και να μου λέει ψιθυριστά ότι μετά, θα φάω τρελό ξύλο από τον Μπουντούρη. Απίστευτα σκηνικά…»

Υπήρχε κάποιος στον ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής, που δεν τον είχε βρίσει ποτέ;

«Μόνο ο Πρέλεβιτς. Μόνο αυτόν σεβόταν και δεν διανοούνταν ποτέ να του πει το παραμικρό. Οι υπόλοιποι, Φασούλας, Μπάρλοου, Κόρφας, Λέβινγκστον, όλοι τους είχαν ακούσει τον εξάψαλμο.»

Εκείνη την χρονιά, νομίζω ότι δεν έπαιξες σχεδόν καθόλου…

«Ισχύει! Αλλά έκανα τρομερή δουλειά στις ατομικές προπονήσεις με τον Μίνιτς, στον οποίο είχε δώσει ρητή εντολή ο Ίβκοβιτς να με ετοιμάσει για του την επόμενη χρονιά. Όπως κι έγινε! Αλλά στα χέρια του πέρασα δύσκολα! Να φανταστείς ότι δεν με άφησε να πάω πενταήμερη. Του λέω “coach, θέλω πέντε μέρες να πάω εκδρομή με το σχολείο.”. Μου απαντάει ότι “σε αυτές τις πέντε μέρες που οι άλλοι θα είναι εκδρομή, εσύ θα κάνεις τρεις φορές την μέρα προπόνηση. Στις 8 το πρωί, στη μία το μεσημέρι και στις 8 το βράδυ!”… Μία από τις επόμενες μέρες, που υποτίθεται θα έπρεπε να είμαι στο σχολείο, έκανα κοπάνα και πήγα απέναντι από το σπίτι που έμενα σε κάτι ηλεκτρονικά. Είχα πάρει φραπέ, έπιασα στασίδι, έβαλα δύο δεκάρικα στο bubble bubble και είπα στον μαγαζάτορα “σε δύο ώρες, σηκώστε με!”. “Γιατί;, δεν θα χάσεις;”, μου λέει. “Δεν χάνω εγώ, είμαι από την Καρδίτσα, μεγάλε! Μπιλιάρδο και φλιπεράκι είναι το στοιχείο μου”, του απαντάω… Κι εκεί που είχα αράξει, με παντελονάκι, καρό πουκάμισο και τρακτερωτό παπούτσι, περνάει απ’ έξω ο Μίλαν και με βλέπει. Μπαίνει μέσα, με πιάνει από την φαβορίτα, με σέρνει στο γήπεδο και με πλακώνει δύο ώρες στην προπόνηση, χωρίς καν να αλλάξω και να βάλω τα αθλητικά! Αλλά του αναγνωρίζω ότι με βελτίωσε πάρα πολύ.»

Η συνύπαρξη με τόσα αστέρια εκείνης της εποχής (Πρέλεβιτς, Φασούλα, Λέβινγκστον κ.α.) πως ήταν;

«Τίποτε, ήμουν ο μικρός, ήμουν ήσυχος αλλά μέσα στο γήπεδο είχα πολύ θράσος. Με γούσταραν οι μεγάλοι, αλλά όποιον συμπαθούσαν τον βαράγανε… Στην αρχή ήμουν δωμάτιο με τον Κόρφα, μετά με τον Μπάνε και κατέληξα με τον Γαλακτερό, με τον οποίο έχουμε ακόμη στενές σχέσεις.»

Και την επόμενη χρονιά ήρθε ο Σάκοτα και ήταν η σεζόν που ο ΠΑΟΚ είχε δύο μικρούς ταλαντούχους ψηλούς, καθώς εν τω μεταξύ είχε έρθει και ο Ρεντζιάς…

«Ναι είμαστε τυχεροί γιατί η ομάδα είχε πάρει τον Λάμπλεϊ για βασικό ψηλό και από ‘κει που ήταν παιχτάρα και δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα στα μπαρ, όταν ήρθε στην Θεσσαλονίκη, εντελώς ξαφνικά την ψώνισε με την θρησκεία, το ‘ριξε στην μελέτη της Βίβλου και “κάηκε”. Θυμάμαι ότι τότε όλοι βρίζανε τον Κόρφα, γιατί ο Τζόνι τον ήξερε, είχε πει ότι ήταν καλός παίκτης και στον ΠΑΟΚ δεν έπαιξε τίποτε. Κάπως έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να παίξουμε εμείς και να αναδειχτούμε…»

Διάβασε  Με μήνυμά του στα social media, ο ΠΑΟΚ έκανε τον απολογισμό του για τη φετινή εξαιρετική πορεία της ομάδας στην Ευρώπη και στο Conference League

Ακολούθησε το καλοκαίρι του 1993, όπου πήρατε το Πανευρωπαϊκό με την Εθνική παίδων στην Τουρκία…

«Νομίζω ότι εκείνη η φουρνιά ήταν η καλύτερη όλων των εποχών στις μικρές ηλικίες της Εθνικής ομάδας, γιατί σε 3 χρόνια χάσαμε ένα ματς με την Ισπανία και τέλος. Ο προπονητής δεν ήξερε ποιον να βάλει. Για να χωρέσουμε όλοι, έβαζε τον Παπανικολάου στο “2”. Είχαμε οκτώ παίκτες πάνω από 2,03

Την αμέσως επόμενη σεζόν (1993-94), ήταν που ήρθε ο Πέτζα. Κολλήσατε αμέσως;

«Τον πρώτο μήνα, με τον Ευθύμη (σ.σ.: Ρεντζιά) τον κοιτάγαμε με μισό μάτι. Ήταν και η μόδα τότε με τις ελληνοποιήσεις των “Γιούγκων”, που μας έπαιρναν τις θέσεις και δεν τον κάναμε παρέα. Και τότε δεν είχε έρθει μόνο ο Στογιάκοβιτς. Ήταν μαζί ο Νεστέροβιτς και ο Ρέλιτς. Αλλά και οι τρεις ήταν πολύ καλά παιδιά και μετά από κανά μήνα γίναμε κολλητοί. Σκέψου ότι ο Πέτζα δεν ήξερε ελληνικά τότε. Μας έβαλε ο Αλεξανδρής δωμάτιο και μου είπε: “Εκείνος θα σου κόψει το τσιγάρο κι εσύ θα του μάθεις ελληνικά!”…»

Στον ΠΑΟΚ συνεργάστηκες συνολικά με 14 προπονητές. Ποιος σε βοήθησε περισσότερο;

«Ο Σάκοτα που με πίστεψε και τον θεωρώ σαν πνευματικό μπασκετικό μου πατέρα. Μου έδωσε τον περισσότερο χρόνο συμμετοχής, γιατί τότε είχαν πέσει όλοι πάνω στον Ρεντζιά, που είχε κοστίσει αρκετά χρήματα στον ΠΑΟΚ. Ο Ντράγκαν μας έβαλε σε έναν καλώς εννοούμενο ανταγωνισμό με τον Ευθύμη, να πλακωνόμαστε μπασκετικά για να γινόμαστε καλύτεροι. Θυμάμαι τότε είχαμε κόντρα ποιος θα παίξει περισσότερο χρόνο. Δεν σκεφτόμαστε ότι είμαστε 18 χρονών και παίζαμε και οι δύο από 20 λεπτά μέσο όρο. Σκέψου ότι σε ηλικία 19 ετών, έπαιξα Εθνική ανδρών. Και τώρα κάνουν αφιέρωμα σε κάποιον που βάζει 8 πόντους στον Παναθηναϊκό και είναι ρεκόρ καριέρας…»

«Ο Ίβκοβιτς την μία σε “ξεφτίλιζε” και την άλλη σε έκανε βασιλιά!»

 

Το επεισόδιο με τον Καράγκουτη, η γκάφα με τον Κολντεμπέλα και η μπουνιά που του στέρησε το Παγκόσμιο των εφήβων

Ήταν μεγάλη στενοχώρια για σένα που το 1995 τραυματίστηκες και δεν έπαιξες στο Παγκόσμιο των εφήβων;

«Η στεναχώρια μου δεν ήταν που δεν έπαιξα στην εφήβων, αλλά στην ανδρών και στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Με τον Ρεντζιά, είμαστε προετοιμασία με την ανδρών και δεν πολυθέλαμε να παίξουμε στο Παγκόσμιο των εφήβων. Ερχόταν ο Προεστός και μας παρακαλούσε να κάνουμε προπόνηση και με τους εφήβους και δεν πηγαίναμε γιατί είμαστε με τους άνδρες. Και το πιθανότερο ήταν να είμαστε και οι δύο στην 12άδα. Να φανταστείς ότι τον Αγγελίδη που τελικά πήρε την θέση μου, τον είχε κόψει. Αλλά έγινε εκείνος ο τσαμπουκάς στο Παρίσι με την Εθνική Γαλλίας και χτύπησα…»

Τι ακριβώς είχε συμβεί;

«Είχαμε παίξει ένα τουρνουά και την άλλη μέρα το πρωί φεύγαμε. Επειδή η πτήση, όμως, ήταν το βράδυ, ο Δενδρινός έβαλε προπόνηση το πρωί. Άρχισε να φωνάζει ο Φασούλας και ο Φάνης “στο Παρίσι είμαστε, άσε μας να πάμε στον Πύργο του Άϊφελ” και κάτι τέτοια. Τελικά πάμε για προπόνηση και όταν φτάνουμε στο γήπεδο, την ίδια ώρα έρχεται και η Εθνική Γαλλίας και αποφασίζουν να παίξουμε προπονητικό φιλικό. Ήταν ακριβώς πριν το Ακρόπολις. Και όπως αρχίζει το ματς, την πέφτει ο Μπακατσιάς στον Μπονατό – που τον είχε άχτι – και γίνεται σύρραξη. Μπαίνουν όλοι μέσα, ρίχνει ένα κροσέ ο Χριστοδούλου και σπάει το σαγόνι ενός και όπως είμαι έτοιμος να ρίξω μία μπουνιά, γλιστράει το χέρι μου, γυρίζει ανάποδα το μεγάλο δάχτυλο στο αριστερό χέρι και κόβονται οι σύνδεσμοι. Γύρισα Ελλάδα, πήγα απευθείας Θεσσαλονίκη για χειρουργείο κι έχασα και τις δύο διοργανώσεις! Βασικά όλο το καλοκαίρι.»

Το επεισόδιο με τον Καράγκουτη, ήταν αυτό που λέμε “κακιά στιγμή”;

«Είχαν συμβεί πολλά μαζεμένα εκείνη την εποχή. Μόλις είχα “χάσει” έναν από τους πιο καλούς φίλους μου, τότε, τον ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ, Παναγιώτη Κατσούρη, ο οποίος σκοτώθηκε γυρίζοντας με το αυτοκίνητό του, αργά τη νύχτα από έναν αγώνα 5Χ5! Εκείνο το πρωί φεύγαμε για Γαλλία γιατί παίζαμε με την Λιμόζ. Χτύπησε ξημερώματα το τηλέφωνο και νόμιζα ότι ήταν από την ομάδα για να με ξυπνήσουν. Αλλά ήταν ένας κοινός μας φίλος, ο Σωτήρης ο Κωνσταντινίδης, που έπαιζε στον Ηρακλή και μετά στην ΑΕΚ και μου μετέφερε τα άσχημα νέα. Τότε προπονητής ήταν ο Σερφ, ο οποίος δεν με γούσταρε και όπως καταλαβαίνεις, πάμε στην Γαλλία και ήμουν να με κλαίνε και οι ρέγγες. Είχε γίνει και μία ιστορία με το διαβατήριό μου, χάσαμε κιόλας και όλο το φταίξιμο έπεσε πάνω μου. Στο καπάκι πετάμε για Αθήνα, επειδή παίζαμε με τον Πανιώνιο. Είχα χάσει και την κηδεία και ήμουν να σκάσω. Αρχίζει το ματς κι εκεί που κερδίζαμε, μας κάνανε ένα “ντου” οι γηπεδούχοι και μας φτάνουν και γίνεται η επίμαχη φάση…»

Θα την έχεις δει πάρα πολλές φορές, υποθέτω γιατί αυτή η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια και τότε το video παιζόταν συνέχεια…

«Καλά είσαι! Η πλάκα είναι ότι το πρώτο πράγμα που μου πέρασε ενστικτωδώς από το μυαλό, μετά κάρφωμα του Καράγκουτη, ήταν το πως θα κρυφτώ από τον προπονητή μου, που θα μου τα έχωνε.»

Κι άκουσες εκείνο το “ πάρτα βούλγαρε” και φόρτωσες;

«Όχι τόσο! Γιατί τα καλοκαίρια στις Εθνικές, κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας με τα αντίστοιχα υποκοριστικά. Τον Σούλη τον λέγαμε “γάβρο”, τον Καράγκουτη και τον Καλαϊτζή “Νεοσμυρνιώτες κότες” και εμένα με λέγανε “βούλγαρο”. Απλά εκείνη την ώρα, έτσι όπως με έσπρωξε από πίσω, τρόμαξα και μου βγήκε ενστικτώδης αντίδραση. Δεν πρόλαβα ούτε να σκεφτώ. Γιατί αν σκεφτόμουν, δεν θα το έκανα. Με τον Γιώργο είμαστε φίλοι από 16 χρονών και περνούσαμε κάθε καλοκαίρι 50-60 μέρες μαζί. Μετά έγινε η απόλυτη συνεννόηση στο δικαστήριο για να πέσουμε στα μαλακά. Ο Καράγκουτης έλεγε ότι πάντα φιλοξενεί την αδερφή μου στην Αθήνα, εγώ ότι τον κοίμιζα σπίτι μου όταν ανέβαινε Θεσσαλονίκη, ο Χάρβεϊ ότι πήγε στην εκκλησία κι έκανε ένα τάμα για συγνώμη κι έρχεται η ώρα του Σάκλφορντ και τα κάνει μαντάρα.»

Τι είπε ο γίγας, καλή του η ώρα;

«Ότι “όποιος ξαναπειράξει συμπαίκτη μου, θα τον βαράω”. Απ΄ ότι είχα μάθει, ήταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στην Βίσση και δεν ήταν και απόλυτα νηφάλιος. Και λέει ο δικαστής “οκτώ αγωνιστικές ο Γιαννούλης και από τέσσερις οι υπόλοιποι”. Μένω… παγωτό, ρωτάω “γιατί εγώ οκτώ αγωνιστικές;” και μου απαντάει “γιατί εσύ τον πέτυχες!”…»

Έχεις ζήσει απίστευτα σκηνικά…

«Θα σου πω ένα άλλο για να καταλάβεις τι γινόταν τότε. Παίζουμε τελικούς playoffs με τον Παναθηναϊκό κι έχουμε χάσει πολλά με λίγα στο πρώτο ματς. Το δεύτερο ματς γίνεται στην Πυλαία και είναι το πρώτο που παίζει ο ΠΑΟΚ στο νέο του γήπεδο. Ήταν αμέσως μετά το πρωτάθλημα Ευρώπης που είχαν πάρει οι αντίπαλοί μας στο Final 4, με το οποίο και εγκαινιάστηκε το παλατάκι. Δέκα χιλιάδες κόσμος μέσα, τρελή ατμόσφαιρα και είναι ο Τζεντίλε με τον Μποντιρόγκα και την λένε συνεχώς στον Κολντεμπέλα. Καταλαβαίνουμε ότι θα χάσουμε κι επειδή η σειρά δεν θα γύριζε στην Θεσσαλονίκη, είπαμε να το κάνουμε ροντέο. Βλέπω τον Ντέγιαν να στέλνει φιλάκια στην κερκίδα και τον Κλαούντιο να έχει μανουριάσει, οπότε τον ρωτάω αν συμβαίνει κάτι. Μου λέει “Γιάννη θα στον στείλω στην baseline”! Αυτό ήταν το μυστικό μας για κάποιον που θέλαμε να του σπάσουμε τον τσαμπουκά με σκληρό φάουλ! Έχω ανοίξει δύο μύτες έτσι. Χάνουμε και την άλλη μέρα πετάμε για Αθήνα ενόψει του 3ου τελικού. Όπως βλέπω μία εφημερίδα μπροστά μου, την ανοίγω και τι να δω; Σαλόνι με κεντρικό θέμα για την κόντρα του Κολντεμπέλα με τον Μποντιρόγκα και φωτογραφίες τους με Χριστίνα Παππά και Σάσα Ντανίλοβιτς. Έτσι ανυποψίαστος όπως ήμουν, του λέω “Κλαούντιο, γράφουν για σένα” και πετάγεται ο Μπαλογιάννης και μου λέει “σκάσε βρε ηλίθιε και κατέβασε κάτω την εφημερίδα”…»

Υπέπεσες σε γκάφα;

«Μεγάλη! Η Παππά που ήταν σε δεσμό με τον Κλαούντιο, τα είχε παλαιότερα με τον Ντανίλοβιτς, με τον οποίο ήταν αδέρφια στην Κίντερ και συνέταιροι σε μία μπουτίκ και γι’ αυτό το λόγο ο Μποντιρόγκα με τον Τζεντίλε του την έλεγαν στο ματς. Ο Κολντεμπέλα από την άλλη, έκανε καζούρα στον Ντέγιαν για την τότε φίλη του και μετέπειτα γυναίκα του, πού ήταν παλιά με τον Κάρλτον Μάιερς και είχαν ξεκατινιαστεί τελείως. Αλλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι…»

Και όταν πήγες στον Παναθηναϊκό τι έγινε με τον Μποντιρόγκα;

«Πήγα και τον έπιασα, μου τα είπε λίγο αλλιώς αυτός και δεν ξανασχολήθηκα…»

Με τον Κολντεμπέλα, πάντως, είχες ένα ιδιαίτερο δέσιμο…

«Ψυχούλα! Αγαπιόμαστε πραγματικά! Ήταν και σπουδαίος παίκτης και μάλιστα με είχε βάλει και στην αγαπημένη του πεντάδα. Και αυτά οι παίκτες τα κοιτάνε και τα υπολογίζουν. Δηλαδή όταν ένας παίκτης επιλέγει τους πέντε καλύτερους, αυτό βαράει στο κεφάλι για τους υπόλοιπους. Όταν είπα ότι ο Μποντιρόγκα είναι καλύτερος από τον Στογιάκοβιτς, ο Πέτζα μου το φύλαγε μανιάτικο. Δεν μου μίλαγε για καιρό! “Να πας στον Μποντιρόγκα μου έλεγε!”…»

 

Εύκολη απόφαση να πας από τον ΠΑΟΚ στον Παναθηναϊκό;

«Όχι! Καθόλου! Αλλά ήμουν 10 μήνες απλήρωτος και είχα υπογράψει ένα συμβόλαιο 250 εκατομμυρίων δραχμών και πήρα μόλις 50! Δηλαδή δύο μισθούς. Γενικά στα συμβόλαια ήμουν γκαντέμης! Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε κανένα συμβόλαιο που υπέγραψα δεν πήρα όλα τα χρήματα που προβλέπονταν. Σε καμία ομάδα, σε όλη μου την καριέρα!»

Και κατέβηκες στην Αθήνα συνειδητοποιημένος ότι πηγαίνεις σε ομάδα άλλου επιπέδου;

«Σίγουρα, αλλά ήμουν κι εγώ έτοιμος γι’ αυτό το επίπεδο! Γιατί την προηγούμενη χρονιά στον ΠΑΟΚ, μπορεί να διαλύθηκε η ομάδα και να είχαμε μείνει μόλις 6 παίκτες, αλλά παίζαμε σχεδόν 40 λεπτά και κάναμε τρομερά νούμερα, με αποτέλεσμα όποιος έκανε φάουλ, να τον βρίζουμε! Ήταν σαν να βάζουμε αυτογκόλ, γιατί δεν είχαμε άλλον! Να φανταστείς ότι ο Βασιλειάδης καθιερώθηκε λόγω της λειψανδρίας. Τον φέραμε από το εφηβικό, αμέσως έγινε ο 8ος παίκτης κι έπαιζε 15 λεπτά…»

Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σου από τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς;

«Κατ’ αρχάς να σου πω ότι πρώτα είχα κάνει ραντεβού με τον Ολυμπιακό και τον Ζούρο. Δεν μου πολυάρεσαν αυτά που μου είπε, αλλά ούτως ή άλλως, είχα αποφασίσει ότι δεν θα κατέβαινα στον Πειραιά γιατί δεν ήθελα να πάθω όλα αυτά που έπαθε ο Φασούλας. Ο Παναθηναϊκός ήταν και πρωταθλητής Ευρώπης την προηγούμενη σεζόν, έβλεπα πως έπαιζε ο Ζέλικο και πως βελτίωνε σχεδόν κάθε παίκτη που δούλευε μαζί του, οπότε μόλις με πήρε ο Ιτούδης και μου είπε ότι με θέλουν, τελείωσε!»

Μέσω του Ιτούδη συμφώνησες δηλαδή;

«Κοίτα, τον Δημήτρη τον ήξερα από τον ΠΑΟΚ και παρ’ ότι μου έχει κάνει την μεγαλύτερη… ήττα στην καριέρα μου και δεν με έχει βάλει δευτερόλεπτο σε νίκη με 32 πόντους διαφορά επί του Άρη, είχαμε πολύ καλή σχέση. Καλά εκείνη την βραδιά ήθελα να τον… σκοτώσω. Μετά το ματς, ήρθε και μου είπε ότι με… ξέχασε και με κρατάγανε τρία άτομα, ο Τσέκος, ο Φάντερμπεργκ και ο Μπουντούρης. Αλλά ήταν καθαρά θέμα απειρίας γιατί τότε ήταν μόλις 27 ετών. Στον Παναθηναϊκό είχε πολύ σημαντικό ρόλο για assistant-coach και ο Ομπράντοβιτς τον είχε πολύ ψηλά! Ό,τι ήθελε ο προπονητής από μένα, μου τα είχε πει ο Δημήτρης. Μου είχε πει το εξής αμίμητο: “Θα κάνεις ό,τι σου λέει ο coach! Αν κάνεις περισσότερα θα σε περιλάβω εγώ. Αν κάνεις λιγότερα, θα μπλέξεις μαζί του και έχει μεγάλη διαφορά να στα χώσω εγώ από τα να στα χώνει εκείνος!”…»

Με τον Ομπράντοβιτς δηλαδή συναντήθηκες κατευθείαν στην προετοιμασία;

«Τον είδα μόνο την μέρα που υπέγραψα στα γραφεία της ομάδας, όπου ξαφνικά βγήκε από ένα δωμάτιο και μου είπε “καλώς ήρθες και καλή επιτυχία στην Εθνική σου, θα τα πούμε μόλις γυρίσεις”…»

Δηλαδή μπήκες κατευθείαν στα βαθιά μαζί του;

«Πιο βαθιά δεν γινόταν! Με το που εμφανίζομαι στην προετοιμασία, με βάζει για περίπου έναν μήνα στο… ψυγείο! Έτσι χωρίς λόγο! Παίζω ελάχιστα στα φιλικά, με έχει εκτός δωδεκάδας στους αγώνες Κυπέλλου και είμαι ράκος. Ένα απόγευμα μετά την προπόνηση μου την δίνει και παίρνω έναν φίλο και κουμπάρο μου από την Θεσσαλονίκη και του λέω “έλα να με πάρεις, γυρίζω πίσω!”. Μετά τηλεφωνώ στον Ιτούδη και τον ενημερώνω. “Που πας; Είσαι τρελός;”, μου λέει. Του απαντάω ότι αφού δεν με υπολογίζει ο Ομπράντοβιτς, κάνω πράξη αυτά που μας έχει πει. “Δεν μας είπε ότι σε όποιον δεν αρέσει, η πόρτα είναι ανοιχτή;”, συνέχισα εγώ. “Ο φίλος μου έχει ξεκινήσει, είναι στην Κατερίνη. Εγώ είμαι παίκτης Εθνικής ομάδας, δεν αντέχω άλλο τέτοια μεταχείριση!”, του λέω. “Καλά, κάνε λίγες μέρες υπομονή και θα του μιλήσω”, κατέληξε ο Ιτούδης.»

Και τι έγινε μετά;

«Πάω την επόμενη μέρα στην προπόνηση και ρωτάω τον Ιτούδη αν του μίλησε. “Του μίλησα”, μου απάντησε αλλά σου υπογράφω ότι δεν το έκανε ποτέ. Αν του το ‘λεγε, θα με σκότωνε. Αλλά από ‘κείνη την μέρα και μετά, άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει. Ήταν προφανές ότι ήθελε για ένα διάστημα να μου σπάσει τον τσαμπουκά και να με κάνει να καταλάβω που ήρθα! Χωρίς να έχω κάνει κάτι, έτσι για να μου επιβληθεί. Αλλά όχι με άσχημο τρόπο. Γιατί μου χαμογελούσε, μου έκανε αστεία, μου είχε προτείνει να πάμε για φαγητό. Εγώ είχα τρελαθεί τελείως. “Τι γίνεται εδώ πέρα;”, έλεγα μόλις έφευγα από την προπόνηση…»

Και ο πάγος πως έσπασε;

«Μου έλεγε κατά καιρούς, θα κάνεις ό,τι ακριβώς σου λέω. Ε, λοιπόν πήγα κι εγώ μία μέρα και του είπα “coach, πες μου τι θέλεις να κάνω. Αν μου πεις να μην σουτάρω ούτε από κάτω και μόνος μου να είμαι, θα δώσω πάσα!, Αν μου πεις να παίξω άμυνα τον playmaker, κι αυτό θα το κάνω!”… Στο επόμενο ματς, με βάζει να παίξω αρκετά και γίνονται κάτι αλλαγές και βρίσκομαι εγώ να μαρκάρω τον κοντό. Σε εκείνο το σημείο μου λέει ο coach “μείνε”! Τι να έρχονται οι συμπαίκτες να με αλλάξουν, τι να μου φωνάζουν, τίποτε εγώ. Εκεί στον κοντό! Είχα κάνει και κάτι άλλες καλές ενέργειες, όχι τίποτε φοβερό – είχα βάλει 5-6 πόντους με ισάριθμα ριμπάουντ – οπότε με το που τελειώνει το ματς και μπαίνει στα αποδυτήρια, όπως κρατάει την μπάλα στα χέρια του, μου την πετάει δυνατά στην μούρη από σχετικά κοντινή απόσταση. Τρελάθηκα και κρατήθηκα πραγματικά πάρα πολύ. Ευτυχώς που δεν άνοιξε η μύτη μου, γιατί άμα δω αίμα παθαίνω αμόκ! Μου λέει “πιάσε την μπάλα, είναι δική σου! Είσαι ο αποψινός MVP!” και φεύγει! Με το που κλείνει η πόρτα, με αρχίζουν όλοι στα “γλείφτη, τσάτσε κλπ” και ο Μποντιρόγκα που είχε βάλει 25 πόντους, έβγαλε την μπλούζα, χάιδευε την κοιλιά του και με κορόιδευε…»

Τρομερός ο Ντέγιαν…

«Δεν υπάρχει! Ο πιο αγύμναστος παιχταράς που γνώρισα ποτέ. Αφού αν κάρφωνε στο ζέσταμα, ζητούσε να φύγει από την προπόνηση γιατί είχε κάνει υπέρβαση…»

Και ήταν 2,04…

«Ποιο 2,04; Πιο ψηλός από μένα ήταν, 2,07-2,08 γεμάτα! Απλά δεν ήθελε να λέει το πραγματικό του ύψος γιατί πίστευε ότι οι περισσότεροι ψηλοί είναι βλάκες (γέλια)!»

Είχε τον τρόπο του ο Ομπράντοβιτς με τους παίκτες, έτσι; Αυτά ήταν λεγόμενα mind games;

«Παίζαμε ένα πολύ σημαντικό ματς με την Τιμσίστεμ. Στις πρωινές προπονήσεις, πριν τους αγώνες, ο coach συνήθιζε να μιλάει ξεχωριστά σε όσους παίκτες θα αναλάμβαναν κάποια ειδική αμυντική αποστολή και να δίνει κάποιες μικρές χρήσιμες συμβουλές. Σε εκείνο το παιχνίδι θα ξεκινούσα εγώ με τον Μίντλετον στις θέσεις των ψηλών, οπότε μας λέει “να μιλάτε στις αλλαγές, για να μην μείνουμε εκτεθειμένοι!”. Εκεί που κάτι πάω να πω στον Ντάριλ, πετάγεται ο Ομπράντοβιτς και λέει στον Μίντλετον “άστο, I did malakia!”. “Τι εννοείς coach;”, τον ρωτάω. “Το καλοκαίρι μου πρότειναν τον Φούτσκα για 1,2 εκατομμύρια δολάρια κι εγώ πήγα και πήρα εσένα!”, μου απαντάει. Είναι δίπλα ο Ρότζερς και γελάει. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι μου είπε και να γυρίσω το κεφάλι μου προς τον coach, που μόλις με είχε προσβάλει, ο “Ζοτς” έχει αρχίσει να κάνει περπατάει τόσο γρήγορα στο παρκέ, που δεν μπορούσα να τον φτάσω, αν δεν τρέξω. Μόλις αρχίζω να τρέχω, αρχίζει να τρέχει κι αυτός και χωρίς να το καταλάβω παίζουμε κυνηγητό γύρω από τον αγωνιστικό χώρο και όλοι οι υπόλοιποι έχουν διπλώσει από τα γέλια!»

Διάβασε  Ανώτερη η Μπριζ επικράτησε 2-0 στην Τούμπα του ΠΑΟΚ και τον άφησε εκτός συνέχειας

Να υποθέσω ότι ο Φούτσκα πέρασε δύσκολο βράδυ;

«Καλά είσαι! Από την ώρα που έφυγα από την πρωινή μέχρι να αρχίσει το ματς, μόνο το πως θα σβήσω τον Φούτσκα σκεφτόμουν! Και σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν τελειώσει η προπόνηση, με φωνάζει και μου λέει “πλάκα σου έκανα, αλλά αν απόψε ακουμπήσει την μπάλα, θα σε στείλω πίσω στον χωριό σου!”…»

“Κρύο ντους” συνέχεια δηλαδή…

«Έρχεται η ώρα του ματς και λίγο πριν ολοκληρωθεί το ζέσταμα, είμαι σε αναμμένα κάρβουνα. Είχα την ανάγκη να με ηρεμήσει και να μου μιλήσει και αυτός τίποτε. Να τον κοιτάω μπας και συναντηθούν τα βλέμματά μας, πάλι τίποτε! Πάμε στον πάγκο για τις τελευταίες οδηγίες, μιλάει σε όλους τους υπόλοιπους τέσσερις της πεντάδας για το πως θα αμυνθούν και σε μένα δεν λέει τίποτε! Έχω γίνει turbo! Στο τέλος λέει “α ναι, Γιαννούλη σε ξέχασα! Ο Φούτσκα είναι πάρα πολύ καλός παίκτης, προσπάθησε όσο μπορείς να τον περιορίσεις, αν και είναι δύσκολο!”.»

Ήταν “μετρ” στο να φτιάχνει τον παίκτη του, τσαντίζοντάς τον και δίνοντάς του κίνητρο;

«Δεν υπήρχε δεύτερος σε αυτό!»

Από το “είσαι ο MVP” του Ομπράντοβιτς στο “I did m@l@kia που σε πήρα”!

 

Το φάρμακο για τις γιαγιάδες, τα 13 χάπια την μέρα και το “άδειασμα” του Παναθηναϊκού

Πάμε και στην περιβόητη ιστορία που στιγμάτισε την θητεία σου στον Παναθηναϊκό. Αναφέρομαι στο περιστατικό του ντόπινγκ που σε άφησε τελικά 14 μήνες μακριά από το μπάσκετ. Θέλεις να ξετυλίξεις το κουβάρι των αναμνήσεων;

«Ήταν μία πολύ άσχημη εμπειρία. Όπως όλες οι μεγάλες ομάδες, έτσι και ο Παναθηναϊκός έδινε σε όλους τους παίκτες κάποια συμπληρώματα διατροφής. Ο γιατρός της ομάδας, βέβαια, δεν το παραδέχτηκε ποτέ, όταν προέκυψε το θέμα. Ακόμη και σήμερα 20 χρόνια μετά, έχω πολλά ερωτηματικά γύρω από την συγκεκριμένη υπόθεση. Πιο πολύ απ’ όλα, με στοιχειώνει που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συνέβη όλο αυτό… Για ποιο λόγο;»

Όταν λες “για ποιο λόγο”, τι ακριβώς εννοείς;

«Δεν μπορώ να το συλλάβω. Ήμουν απόλυτα συνεπής και κύριος, είχα αρχίσει να βρίσκω ρυθμό και ήμουν βασικός, είχα αποκτήσει δέσιμο με τον προπονητή. Ακόμη έχω μέσα μου ένα μεγάλο “γιατί”…»

Δηλαδή αυτό που λες είναι ότι κάποιος “πείραξε” κάποιο δείγμα σου;

«Σίγουρα από κάποιον έγινε! Τώρα το πως έγινε και ποιος το έκανε, δεν το ξέρω και δεν θα το μάθω ποτέ. Επίσης όλα αυτά είναι μηνύσιμα, οπότε δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες γιατί δεν έχω καμία όρεξη να τρέχω στα δικαστήρια για να αποδείξω κάτι που δεν αποδεικνύεται. Σίγουρα, όμως, υπήρχε κάποιος λόγος για να συμβεί αυτό και απ’ ότι φαίνεται δεν θα το μάθουμε ποτέ. Γιατί, σε τελική ανάλυση, δικαιώθηκα υπό την έννοια ότι η τιμωρία μου μειώθηκε από τα δύο χρόνια αποκλεισμό στους 14 μήνες. Με παρέμβαση όλων των φορέων. Της ομοσπονδίας, του Γιάννη Ιωαννίδη που ήταν τότε προπονητής στην Εθνική ομάδα. Γύρισα όλον τον κόσμο τότε για να βρω το δίκιο μου κι έφτασα μέχρι το γραφείο του αείμνηστου του Στάνκοβιτς.»

Ένιωσες την απόλυτη αδικία;

«Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Εδώ με πληρώνανε κι έψαχνα δικαιολογίες για να λείψω μία μέρα, επειδή δεν ήμουν της προπόνησης και θα πήγαινα να πάρω “ντόπα” για να έχω καλύτερη απόδοση; Επίσης, η ουσία που ανιχνεύτηκε μέσα ήταν φάρμακο της δεκαετίας του ’80, που το έδιναν στους ηλικιωμένους, την ίδια ώρα που είχα χρήματα να πάρω κάτι σύγχρονο. Ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν “καρφωτή” αυτή η πλεκτάνη. Έφτασα μέχρι τον Χρήστο Τζέκο και τον Χρήστο Ιακώβου, που ήξεραν από συμπληρωματικές ουσίες και γελούσαν! “Αυτή την ουσία την δίνουν σε γιαγιάδες που δεν μπορούν να κρατήσουν τα ούρα τους!”, μου είπαν. Γιατί να το κάνω αυτό στον εαυτό μου; Είχα υπογράψει 2+2 χρόνια συμβόλαιο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταστρέψω την καριέρα μου. Δεν ήταν ότι το καλοκαίρι θα έμενα ελεύθερος, οπότε ας πούμε ότι χρειαζόμουν να κάνω νούμερα για να έχω ζήτηση!»

Θυμάμαι ότι τότε είχατε γίνει “μαλλιά κουβάρια” με τον Χάντζο, τον γιατρό του Παναθηναϊκού;

«Εννοείται γιατί από ‘κει που ήταν “Γιαννάρα, ψυχάρα και παλικάρι”, ξαφνικά όταν βρεθήκαμε όλοι στο γραφείο του προέδρου, με τους προπονητές και το staff, ήρθε με ένα dossier κι άρχισε να μιλάει με επιστημονικούς όρους και ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριξε είχα πάρει μία δόση που ήταν αποτέλεσμα χημικής ένωσης. Και μέχρι την προηγούμενη μέρα μου έλεγε “τι μπουλντόζα είσαι και τι φυσική δύναμη έχεις, τι παιχταράς είσαι κλπ”. Ούτε το όνομά του δεν θέλω να πω! Και πράγματι η δύναμη μου ήταν απόλυτα φυσική, πολύ απλά γιατί εγώ δεν έκανα βάρη.»

Και πως εξελίχθηκε η υπόθεση;

«Ενώ ο Παναθηναϊκός μου έδινε 13 χάπια την μέρα, ήρθε η ομοσπονδία και μου ζήτησε το λόγο επειδή δεν την είχα ενημερώσει για να τα ελέγξει. Δηλαδή έπαιζα στον υποψήφιο πρωταθλητή Ευρώπης, είναι δυνατόν να μην υπάρχει ένα πολύ καταρτισμένο ιατρικό επιτελείο;»

Σε εκείνη την δύσκολη εποχή, από που βρήκες στήριξη;

«Πάντως όχι από τον Παναθηναϊκό! Η διοίκηση δεν ήθελε ούτε να ταξιδέψω στην Μπολόνια για το Final 4, ανεξάρτητα αν δεν είχα δικαίωμα συμμετοχής. Ο Ομπράντοβιτς, όμως, που με στήριξε πολύ, έθεσε βέτο και με πήρε με το έτσι θέλω μαζί με την υπόλοιπη αποστολή.»

 

Εκείνο το καλοκαίρι, ήταν που έπέστρεψες στην γενέτειρά σου, το Τορόντο για να κάνεις προετοιμασία με τους Ράπτορς…

«Η ουσία που είχε ανιχνευθεί μέσα μου δεν ήταν στεροειδής και στο ΝΒΑ δεν ήταν απαγορευμένη. Υπέγραψα συμβόλαιο με το μίνιμουμ που ήταν 275.00 δολάρια, έκανα προπονήσεις και επειδή πήγα πολύ καλά στην προετοιμασία και τράκαρε πολύ άσχημα με την μηχανή του ο Έρικ Μοντρός, η διοίκηση αποφάσισε να μου δώσει το 16ο εγγυημένο συμβόλαιο. Το πρόβλημα, όμως, είχε να κάνει με την οψιόν που είχε στο συμβόλαιό του, την οποία ο οργανισμός δεν ήθελε να ενεργοποιήσει, από την στιγμή που εμφανίστηκε με γύψο στην προετοιμασία. Εκεί επενέβη ο σύνδεσμος των παικτών, που δεν ήθελε με τίποτε να κοπεί ο παίκτης χωρίς να πάρει όλα του χρήματα και δημιουργήθηκε τόσο μεγάλο μπλέξιμο, που κάποια στιγμή με πήρε μέχρι και ο ίδιος ο Ντέιβιντ Στερν στο τηλέφωνο για να μου πει ότι δεν γινόταν τελικά να υπογράψω με τους Ράπτορς.»

Θυμάμαι ότι είχες αφήσει καλές εντυπώσεις και πραγματικά σε θέλανε…

«Ισχύει, αλλά το χειρότερο απ’ όλα ξέρεις ποιο είναι; Σε εκείνο το ρόστερ των Ράπτορς βρισκόταν και ο συγχωρεμένος ο Νέιτ Χάουφμαν, ο οποίος είχε αποκρύψει από το ιατρικό τιμ ότι το καλοκαίρι είχε κάνει δύο καθαρισμούς στο πόδι και μόλις το ανακάλυψαν, του έλυσαν το συμβόλαιο. Όταν άνοιξε η θέση, εγώ είχα επιστρέψει στην Ελλάδα και το αμερικάνικο κινητό που είχα στον Καναδά, το είχα αφήσει καταχωνιασμένο στην βαλίτσα. Γιατί δεν το χρειαζόμουν. Ο Στιβ Γιατζόγλου που με είχε πάει στην ομάδα, ήταν διακοπές στην Ταϋλάνδη και τα είχε όλα κλειστά και όταν κάποια στιγμή άνοιξα την βαλίτσα και βρήκα το τηλέφωνο, συνειδητοποίησα ότι είχα δεν ξέρω κι εγώ πόσες αναπάντητες. Έψαχναν να με βρουν και να με φέρουν πίσω. Παίρνω πίσω και το σηκώνει ο φυσιοθεραπευτής των Ράπτορς και μου λέει το δώσαμε αλλού το συμβόλαιο…»

Έχασες μεγάλη ευκαιρία;

«Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ γιατί θα έβρισκα ρόλο. Προπονητής ήταν ο αείμνηστος Λένι Ουίλκενς, ο οποίος έπαιζε τα περισσότερα συστήματα του Ομπράντοβιτς. Έκανα σκριν στον Βινς Κάρτερ για να βγαίνει να σουτάρει, πάλευα στα ριμπάουντ και μέσα από τις προπονήσεις, πήρα χρόνο συμμετοχής σε ένα φιλικό με τους Μπουλς, θυμάμαι. Ο Αντόνιο Ντέιβις με είχε πάρει από κοντά, μου μίλαγε για τον Φράγκι (σ.σ: Αλβέρτης) και στο πρώτο φαγητό που συμμετείχα έφερε λουλούδια για να δείξει στους υπόλοιπους τι γίνεται στην Ελλάδα. Με σήκωσε πάνω να τραγουδήσω, όπως όλοι οι rookies και έγινε λουλουδοπόλεμος. Είχα μπει στο κλίμα της ομάδας και ήμουν πολύ άτυχος τότε…»

Κι ήρθες πίσω και μόλις λήγει η τιμωρία σου, πήγες στον Πανιώνιο…

«Πριν πάω στον Πανιώνιο με πήρε ο Μαουρίτσιο Γκεραρντίνι και μου είπε ότι θα μειωθεί η ποινή μου και μου πρότεινε να πάω για προετοιμασία στην Σιένα. Τότε ήθελαν να ξεφορτωθούν τα συμβόλαια του Κιατζιγκ και του Γκαλάντα, οι οποίοι ήταν με την Εθνική ομάδα στο Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας. Για κακή μου τύχη, η Ιταλία πήρε το χάλκινο μετάλλιο και εκείνοι έπαιξαν καλά, οπότε μετά δεν μπορούσαν να τους διώξουν.»

Και μετά τι έγινε;

«Στο καπάκι με πήρε ο Σάβιτς που ήταν γενικός διευθυντής στην Φορτιτούντο με προπονητή τον Ρέπεσα. Είχε μάθει ότι έπαιξα καλά στις προπονήσεις της Μοντεπάσκι και μου είπε ότι έχει 250.000 Ευρώ για μένα. Τότε δεν με ένοιαζαν καθόλου τα χρήματα, ήθελα απλά να ξαναπαίξω. Και πράγματι ήρθαν και με πήραν με ένα ταξί, βρήκα την ομάδα σε ένα τουρνουά και το ίδιο βράδυ έπαιξα κι έβαλα 20 πόντους, με συμπαίκτες τον Μπαζίλε, τον Μπελινέλι, τον Ντελφίνο και τον Βαν Ρόσομ. Με το που τελειώνει το ματς έρχεται ο προπονητής και μου λέει “αύριο υπογράφουμε και μετά θα κάτσουμε να μου πεις τα πάντα για τον Ομπράντοβιτς!”. Είχαν μεγάλη κόντρα, αλλά ο Κροάτης τον σεβόταν πάρα πολύ και ήθελε να μάθει τα μυστικά του.»

Και πως χάλασε η μετεγγραφή;

«Την επομένη με παίρνει τηλέφωνο ο πατέρας μου. “Πες αλεύρι…”, μου λέει. “Τρεις φορές ανυπότακτος λιποτάκτης! Μόλις προσγειωθείς σε οποιοδήποτε αεροδρόμιο της Ελλάδας, θα σε συλλάβουν και θα πας φυλακή!”. Μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία και την στενοχώρια, έχω βρει ομάδα, επρόκειτο να μειωθεί η ποινή μου και να παίξω νωρίτερα κι έρχεται αυτή η κεραμίδα και με ρίχνει στο καναβάτσο…»

Δεν είχες πάει στρατό…

«Είχα αλλάξει πολλές φορές διεύθυνση και πήγαιναν αλλού τα χαρτιά. Πήρα τον Στράτο τον Περπέρογλου, που είχε τον πατέρα του στον στρατό για να τσεκάρει την κατάσταση και μου λέει τα ίδια: “Φυλακή!”… Μιλάμε στο τηλέφωνο και με συμβουλεύει “θα πετάξεις για Ελλάδα, θα σε παραλάβω εγώ και θα σου περάσω χειροπέδες για λίγο και θα σε πάμε κατευθείαν στο στρατοδικείο”! Ενημερώνω τον Σάβιτς ότι θα λείψω για δύο μέρες, παίρνω τον Ιωαννίδη που ήταν ομοσπονδιακός τότε για να παρέμβει και μπαίνω στο αεροπλάνο. Με το που φτάνω στον έλεγχο των διαβατηρίων έρχονται τέσσερις και με κατευθύνουν σε μία κλούβα. Με το που βλέπουν το όνομα αρχίζει να βαράει ο συναγερμός. Όπου και να πήγαινα, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, θα είχα πρόβλημα. Πήγαμε κατευθείαν στο στρατοδικείο και μου ρίχνουν απαγόρευση εξόδου από την χώρα για 9 μήνες. Όπως καταλαβαίνεις, πέταξε η μετεγγραφή. Και μιλάμε για την χρονιά που η Φορτιτούντο έπαιξε τελικό στην Euroleague από την Μακάμπι κι έχασε 40 πόντους στο Τελ Αβίβ.»

H απίστευτη γκαντεμιά με το ΝΒΑ και ο “στρατός” που τον άφησε εκτός Final 4

 

«Μόνο εγώ έχω καταφέρει να με βρίζουν τόσο οι Παοκτζήδες όσο και οι Αρειανοί!»

Και μ’ αυτά και με εκείνα προέκυψε ο Πανιώνιος;

«Εγώ πήρα τον Καλαφατάκη τηλέφωνο και του ζήτησα να με πάρει στην ομάδα. Στην αρχή δεν το πίστευε ο coach. Θυμάμαι ότι όταν πρωτοέπαιξα – μαζί με τον Κορωνιό – η ομάδα είχε τέσσερις ήττες σε ισάριθμου αγώνες και τελικά βγήκαμε ένατοι.»

Αυτό που δεν θυμάται ο πολύς ο κόσμος ιδιαίτερα, ήταν το πέρασμα σου από τον Άρη…

«Ήταν λάθος επιλογή, ήταν έγκυος και η γυναίκα μου, δεν με ήθελε και κάποια άλλη ομάδα και πιο πολύ ήταν λύση ανάγκης. Έπαιξα λίγο στην αρχή, μετά τραυματίστηκα και δεν με πληρώνανε και στα playoffs που επέστρεψα, ο Ματζόν είχε εντολή από την διοίκηση να μην με βάζει. Κι έβαζε τον Σιγάλα πεντάρι. Κι εντελώς τυχαία, κάποιος φεύγει από την Βαλένθια και με ζητάνε οι Ισπανοί. Και μετά δεν με άφηνε ο Άρης να φύγω, παρ’ ότι θα έπαιρνε και χρήματα…»

Οι Παοκτζήδες πως το πήραν που σε είδαν στα “κιτρινόμαυρα”;

«Με έβριζε όλη η Θεσσαλονίκη! Και οι Παοκτζήδες και οι Αρειανοί. Μόνο εγώ το έχω καταφέρει αυτό. Απλά στο τέλος, τραυματίστηκε ο Μάσεϊ και αναγκαστικά μου δόθηκε χρόνος και βοήθησα την ομάδα να βγει στην Euroleague. Αλλά επειδή ήθελα να φύγω από την Θεσσαλονίκη, ενδιαφέρθηκε ο Πανιώνιος και ξανακατέβηκα στην Νέα Σμύρνη.»

 

Αν δεν κάνω λάθος το μοναδικό πρωτάθλημα που κατέκτησες ήταν στην Ουκρανία;

«Ναι στο Κίεβο! Ήταν μία τέλεια χρονιά. Ήμουν επιλογή του Βολκόφ, που ήταν και αφεντικό της ομάδας. Το ρόστερ ήταν σαν πολυεθνική δωδεκάδα, δέκα ξένοι είμαστε. Ο Μαρσελο Νικόλα, ο Τσικάλκιν, ο Λαμάρ Γκριν, ο Μάρκους Νόρις, ο Κροάτης ψηλός ο Λόντσαρ και άλλοι. Πήραμε νταμπλ στην Ουκρανία και χάσαμε στον τελικό του FIBA Cup από την Σπαρτάκ Αγίας Πετρούπολης του Μπλατ. Εν τω μεταξύ το Final 4 ήταν να γίνει στην έδρα μας. Αλλά τότε κέρδισε στην Eurovision η Ρουσλάνα και η Ουκρανία φιλοξένησε την επόμενη διοργάνωση. Ήμουν μέσα στη νίκη της Παπαρίζου με το “My number one”, με τον φίλο μου τον Κώστα τον Πασχάλη.»

Πολύ βότκα στο Κίεβο;

«Πολύ ουίσκι και πεντακάθαρο μάλιστα! Βότκα έπιναν μόνο οι ντόπιοι, οπότε το ουίσκι ήταν αραχνιασμένο. Καθάριζαν το μπουκάλι με πανί.»

Έχεις περάσει και από Ανδαλουσία…

«Σεβίλλη και Μάλαγα. Με πήρε ο Σκαριόλο στα playoffs, γιατί όλες οι ομάδες έχουν δικαίωμα μίας μετεγγραφής στα playoffs και παίρνουν έναν παίκτη για να δώσουν κίνητρο στους ήδη υπάρχοντες. Είναι mind game. Στην προκειμένη περίπτωση ο coach ήθελε να τσιτώσει τον Φρεντερίκ Βάις. Εν τω μεταξύ η Ουνικάχα είχε τερματίσει 6η και παίξαμε με την Βαλένθια του Ντικούδη, που ήταν 3η και τους σπάσαμε την έδρα. Τελειώνει η σεζόν και μου λέει ο Σκαριόλο ότι θα μου δώσει κλειστό διετές. Με την προϋπόθεση να μην έρθει στην ομάδα ο Γκαρμπαχόσα, ο οποίος είχε κάνει τρομερή χρονιά στην Μπενετόν και ήταν “μήλο της έριδος” εκείνο το καλοκαίρι. Παίρνω τον Παπαλουκά που τα ήξερε αυτά, τον ρωτάω αν θα πάει στην ΤΣΣΚΑ και μου απαντάει ότι οι Ρώσοι του δίνουν 1,3 εκατομμύρια Ευρώ. Η Μάλαγα δεν μπορούσε να του δώσει παραπάνω από 800.000. Οπότε ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα υπογράψω γιατί ταίριαζα πολύ με τον Ιταλό προπονητή. Σπάει ο διάολος το ποδάρι του, όμως και ο Γκαρμπαχόσα, αποφασίζει να γυρίσει στην Ισπανία, επειδή η γιαγιά του έμενε στην Μάλαγα και ήταν άρρωστη. Άλλη γκαντεμιά κι αυτή… Σκέψου ότι για ένα καλοκαίρι ήμουν από πάνω από τον υπολογιστή για να μάθω τι θα γίνει κι έμαθα να χειρίζομαι το internet λόγω του Γκαρμπαχόσα.»

Κλείνω την συζήτησή μας με το λεπτό ζήτημα της ασθένειάς σου. Πως το διαχειρίστηκες;

«Με την αδερφή μου και λίγους καλούς φίλους, όπως ο Βούκσεβιτς, ο Βετούλας, ο Πασχάλης και ο Φάνης Ταρνατώρος. Οι γονείς μου το έμαθαν λίγο αργότερα. Τους είπαμε ένα ψέμα που δεν το πίστεψαν ποτέ και στην συνέχεια τα έβαλαν με την Έβελιν. Έκανα θεραπείες με όλες τις παρενέργειες και όταν συνήλθα με πήρε ο συγχωρεμένος ο “σερίφης”, ο Μανέλ Κομάς στην Σεβίλλη. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε παίκτες που αρρώστησαν γιατί έχασε τον γιο του με τον ίδιο τρόπο, σταμάτησε για ένα διάστημα την προπονητική και το ‘ρίξε στο αλκοόλ. Μετά από 5-6 χρόνια ξαναγύρισε κι έπιασε δουλειά στην Καχασόλ, όπως λεγόταν τότε η ομάδα και όπου πηγαίναμε, του κουνούσαν μπουκάλια από μπίρα για να τον πικάρουν! Με έβαλε κατευθείαν να παίξω μετά από 4 μέρες και δεν το πίστευα ότι ήμουν ξανά στο γήπεδο.»

Πέρασες δύσκολα…

«Σκέψου ότι με πήρε ο Γιαννάκης και μου είπε ότι έκανε λάθος που δεν με πήρε στους Ολυμπιακούς της Αθήνας και με ήθελε για το Ευρωμπάσκετ του 2005 στο Βελιγράδι. Του απάντησα ότι έχω πρόβλημα υγείας και δεν μπορώ να έρθω. Να φανταστείς ότι πριν μάθω τα άσχημα νέα, είχα υπογράψει στον Ολυμπιακό και μου έχει ζητήσει ο Κόκκαλης να μην το δημοσιοποιήσω, μέχρι να επιστρέψει από την Μύκονο τις επόμενες μέρες για να με ανακοινώσει ο ίδιος και να μου κάνει και ένα δώρο. Και μετά από δύο μέρες, μαθαίνω για την αρρώστια μου. Όλη μου η μπασκετική ζωή ένα μάτσο αναποδιές αναποδιές…»

Αντώνης Καλκαβούρας