Συναντήσαμε τον Γιάννη Γιαννούλη στη Θεσσαλονίκη, και εξαρχής μας είπε πως αν του αναφέρεις ένα γεγονός που τον αφορά, θυμάται ακριβώς ό,τι έχει συμβεί. Όσο παλιά και αν έγινε. Όσα άτομα και αν αφορούσε. Πολύ σύντομα καταλάβαμε ότι είχε διάθεση να μας εμπιστευτεί τη ζωή του. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα διαβάσεις ιστορίες για κάποιους από τους πρωταγωνιστές του παγκοσμίου μπάσκετ. Σε κάποια σημεία θα συλλάβεις τον εαυτό σου να μη ξέρει αν θέλει να κλάψει ή να γελάσει. Δεν ξέρω αν σε βοηθά, αλλά εκείνος φάνηκε να είναι πλήρως συμβιβασμένος με όσα του συνέβησαν. Και δεν ήταν λίγα.
“Έμαθα να μιλάω ελληνικά στην Α’ Γυμνασίου”
Η Wikipedia είναι ένας κάποιος προορισμός για να βρίσκεις πράγματα. Επί παντός. Εκεί γράφει πως γεννήθηκε στο Τορόντο. “Αυτό ισχύει. Αλλά άλλαξα την ημερομηνία γέννησης, όπως όλες οι θείες” . (γελάει)Οι γονείς του έφυγαν για τον Καναδά, προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. “Ο πατέρας μου είχε μια χαρτοπαικτική λέσχη και η μητέρα μου ήταν στο Swiss Chalet, εστιατόριο με κοτόπουλα”. Έχει δηλαδή, εικόνες από το Τορόντο. “Τι εικόνες; Ελληνικά μίλησα στην Α’ Γυμνασίου. Οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες και μας μεγάλωσαν babysitters -την αδελφή μου κι εμένα. Δεν ήταν ότι δεν μιλούσαμε ελληνικά, αλλά δεν ήταν στην καθημερινότητα μας”.
Το σύστημα που είχε τότε η Ελλάδα, ως προς την ‘απορρόφηση παιδιών που δεν είχαν γεννηθεί εδώ στο εκπαιδευτικό σύστημα, ήταν ανύπαρκτο. Ο Γιάννης ήρθε στα 8 στην Ελλάδα και μπήκε στη Β’ Δημοτικού, “χωρίς να ‘χω βασικές γνώσεις. Και γι’ αυτό μίλησα τη γλώσσα στο Γυμνάσιο”. Θα μπορούσε να γίνει παρίας. Ή στόχος λεκτικής ή άλλης κακοποίησης. Προφανώς και αυτό δεν συνέβη“γιατί ήμουν πάντα ένα κεφάλι πιο ψηλός από όλους. Στην περιφέρεια κάθε πόλη έχει πολλά χωριά. Τότε δεν υπήρχαν παντού Γυμνάσια και Λύκεια. Έρχονταν τα παιδιά από τα χωριά, με τα λεωφορεία. Το 50% ήταν Αϊνστάιν και το άλλο 50% παιδιά που δεν τα ‘έπαιρναν’, κυρίως γιατί δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια. Στην Καρδίτσα δεν υπήρχαν μαθητές του 14 και του 16. Ήταν ή του 10 ή του 20”.
Περνούσε τις τάξεις, χάρη στη μητέρα του “που πήγαινε κάθε καλοκαίρι με ένα κουτί γλυκά. Οι προσθέσεις, οι αφαιρέσεις, οι σκέψεις, τα όνειρα, τα έκανα όλα στα αγγλικά. Η αδελφή μου, από την άλλη ήταν μαθήτρια του 20”. Στη θετική ανάγνωση αυτής της κατάστασης “όταν έπαιξα μπάσκετ και πήγα στον ΠΑΟΚ, έκανα περισσότερη παρέα με τους ξένους γιατί αισθανόμουν πιο άνετα. Οι προπονητές μου, μου μιλούσαν αγγλικά”. Μέσα από το μπάσκετ απέκτησε μια δεύτερη οικογένεια. “Σε κάθε ομάδα είχα 11-12 αδέλφια. Μπορεί να μη γούσταρα κάποιον. Στο μυαλό μου ήμουν υποχρεωμένος κατ’ αρχάς να τον αγαπάω, να συνεργάζομαι μαζί του και να είμαστε στην ίδια ‘σελίδα’.
Να σου πω για τον Μπαλογιάννη, με τον οποίον ήμασταν οκτώ χρόνια μαζί στον ΠΑΟΚ και έναν στον Παναθηναϊκό. Δεν έχουμε πάει έστω για έναν καφέ. Αν όμως, μου πει ‘πήγαινε σκότωσε αυτόν’, θα πάω. Αυτό σημαίνει για εμένα αδελφός. Μπορεί να ήμουν τρελόπαιδο και χαβαλές, αλλά την ώρα του αγώνα, όποιος δεν ήταν έτοιμος, δεν έβγαινε από τα αποδυτήρια. Έχω κάνει τα πάντα για να αποφύγω προπόνηση. Είχα βάλει βαμβάκι στο στόμα μου για να πείσω ότι είχα πρηστεί. Έβαλα φίλο μου να πάρει τηλέφωνο για βόμβα στο ‘Παλέ’. Κάναμε μίτινγκ με Ρεντζιά και Στογιάκοβιτς να βρούμε τραυματισμούς που δεν υπάρχουν! Όταν όμως, άρχιζε ο αγώνας έδινα τη ψυχή μου. Η μόνη περίοδος που άλλαξα τροπάριο, σε ό,τι αφορά τις προπονήσεις ήταν στον Παναθηναϊκό. Εκεί υπερπροπονήθηκα και έπαθα και το άλλο: ο Ομπράντοβιτς σου έλεγε τι έπρεπε να κάνεις και το έκανες. Εμένα στην αρχή δεν με έβαζε να παίζω”.
Έχω κάνει τα πάντα για να αποφύγω προπόνηση. Έβαλα φίλο να πάρει τηλεφωνo για βόμβα στο ‘Παλε’
Μια μέρα στα αποδυτήρια ο Αλβέρτης μιλούσε με τον Καλαϊτζή, δίπλα στον Γιάννη. “Έλεγε πως δεν γίνεται κάθε μέρα να κάνουμε το ίδιο ζέσταμα, επί τόσα χρόνια. ‘Πετάχτηκα’ εννοείται, και του είπε ‘κάθε μέρα φασόλια;’. Λέει ο Αλβέρτης ‘θα πάω να του το πω’. Πρώτος στον αγώνα εγώ, του λέω ‘θα έρθω μαζί σου’. Σφυρίζει ο Ζοτς, τρέχουμε στο κέντρο και λέει ο Αλβέρτης ‘θέλω να σου πω κάτι πριν ξεκινήσουμε, για το ζέσταμα’. Ρωτά ο Ομπράντοβιτς ‘τι;’ και απαντά ο Φράνκι ‘ο Γιαννούλης θέλει να σου πει κάτι’. Άσπρισα, ένιωθα το αίμα να εγκαταλείπει το κεφάλι μου. Του είπα κουτσά-στραβά κάτι και άρχισε τα ‘you don’t like?’. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί”. “Έμαθα πως ήταν το αστείο του Παναθηναϊκού, η φάρσα στον ρούκι. Και την πάτησα. Με είχε λοιπόν, για ένα μήνα στην πίεση. Έσκυβα και μου έλεγε ‘γιατί σκύβεις;”. Εκεί λοιπόν, δεν έχασε ούτε μια προπόνηση.
Παραδέχεται ότι “αν έκανα ό,τι ο Πέτζα, θα γινόμουν καλύτερος παίκτης, αλλά δεν θα ήμουν χαρούμενος. Σε όλη μου τη ζωή έχω κάνει τρεις φορές ατομική προπόνηση. Και μια φορά που πήγα και έφυγα σε πέντε λεπτά. Με είχε ζαλίσει ο Στογιάκοβιτς, να πάμε σε ρεπό να προπονηθούμε. Μου είχε ‘φάει’ τα μυαλά, μου έλεγε πως θα πάμε στο ΝΒΑ, τέλος πάντων πήγα. Αρχίσαμε τα σουτ, είχε 11/20 και εγώ 17/20. Γύρισα και έφυγα (γελάει). Ήξερα πως ήμουν καλός, ότι είχα ταλέντο και για αυτό δεν προσπαθούσα πολύ.
Τώρα είμαι 43, βάζω στα ματς των ‘παππούδων’ 30 πόντους και αυτοί δεν μπορούν να περπατήσουν”. Παρά τις καταχρήσεις.“Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουν πολλοί αθλητές. Το φαγητό είναι ‘καύσιμο’, δεν είναι απόλαυση. Έτσι το ‘χα στο μυαλό μου από παιδί. Όταν πεινάσω θα φάω κάτι που θα μου δώσει ενέργεια. Έχω τώρα τον Ρεντζιά, ο οποίος κάνει μιάμιση ώρα να φάει! Τρεις φορές έρχονται οι σερβιτόροι να πάρουν το πιάτο και λέει ‘δεν τελείωσα’. Εγώ τρώω σε μηδενικό χρόνο, ο Ευθύμης θέλει μια ώρα και ο Στογιάκοβιτς περιμένει να δει ποιος θα νευριάσει πρώτος με τον άλλον”.
“Το πρώτο σοκ της ζωής μου”
Στην πολεμική τέχνη που αγάπησε από παιδί, το τάε κβο ντο, είχε πάρει μαύρη ζώνη και ένα νταν. Ήθελε να διεκδικήσει περισσότερα. Θα το έκανε αν δεν είχε την ανάπτυξη που είχε το καλοκαίρι του 1991.“Την πρώτη μέρα που πήγα στη σχολή, μετά τις διακοπές, θυμάμαι να δυσκολεύομαι να περάσω κάτω από τη γυψοσανίδα της εισόδου. Πάντα ήταν λίγο κοντή, αλλά ένιωσα να έχω σκύψει πολύ περισσότερο. Πήγα να αλλάξω στα αποδυτήρια. Οι στολές είναι κοντές. Αυτή που έβαλα μου ερχόταν στο γόνατο. Άρχισα να βρίζω τη μητέρα μου, θεωρώντας ότι την έχει πλύνει με τρόπο που έχει ‘μπει’ το ύφασμα. Κατέβηκα για προπόνηση, με είδε ο δάσκαλος και μου είπε ‘έλα να σε μετρήσω'”.
Είχε πάρει 14 πόντους. Είχε ξεπεράσει το 1.90. Ήταν το πρώτο σοκ της ζωής του. Ο δάσκαλος του είχε προτείνει να δοκιμάσει το βόλεϊ. “Πήγα 2-3 φορές, μου άρεσε, αλλά δεν τρελάθηκα, γιατί δεν είχε επαφές. Όταν το είπα αυτό στον προπονητή μου συνέστησε να πάω στο μπάσκετ. Πήγα λοιπόν, εκεί και με το που έφτασα είδα έναν να πηδά σαν… κατσίκι, προσπαθώντας να καρφώσει, αλλά μάταια. Πήρα την μπάλα του βόλεϊ, πήρα και φόρα και κάρφωσα με τη μία. Ήλθαν άλλα παιδιά, μου είπαν να το ξανακάνω, το έκανα μια, δυο, τρεις και όταν τελείωσα είχα καταλήξει στο σπορ που ήθελα να παίξω”.
Συνέχισε με το να μάθει πώς παίζεται αυτό το σπορ και έναν χρόνο αργότερα πήρε μεταγραφή στον ΠΑΟΚ. Το τάε κβο ντο εξακολουθεί να το λατρεύει και να το παρακολουθεί.“Αν με ρωτάς, εγώ καρατέκα είμαι. Όχι μπασκετμπολίστας. Ξέρεις πόσες φορές μπορούσα να σπάσω χέρια και πόδια, όταν ο άλλος ήταν στον αέρα; Αλλά δεν το έκανα. Απειλούσα τους πάντες πως ‘αν μπεις στο μπλε, θα πας για εγχείρηση’. Μην ξεχνάς πως για 15 χρόνια ήμουν το πιο ‘κοντό’ πεντάρι της Ευρωλίγκας. Είμαι 2.04 ‘γεμάτα’. Άσε που έγραφαν 2.08 και 2.09. Για να επιβιώσω έπρεπε να αποκτήσω άλλα πλεονεκτήματα. Δούλεψα για να γίνω πιο γρήγορος. Στην πρώτη μου χρονιά στην ανδρική ομάδα του ΠΑΟΚ υπήρξα τυχερός, γιατί είχα δίπλα μου τον Ζόραν Σάβιτς, που ήταν το ίδιο με εμένα.
Μιλάμε για τη δεκαετία που οι σέντερ ήταν 2.17. Έψαχνα διαρκώς να βρω τρόπους να νικήσω τους αντιπάλους μου. Αυτός που νομίζω ότι δεν με έβλεπε καν, ήταν ο Ράτζα. Πολλές φορές έλεγα ‘ΟΚ, είμαι καλός’ και δεν ασχολούμουν ιδιαίτερα. Όταν ο Ντίνο ήταν στον Ολυμπιακό, παίζαμε στο ‘Παλατάκι’ και του πήρα ένα ψεύτικο φάουλ. Γύρισε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε ‘καλή δουλειά Γιαννούλη’. Μόλις διαπίστωσα πως ο Ράτζα ξέρει το όνομα μου, έπαθα πλάκα! Ήμουν πια σίγουρος ότι έχω κάνει κάτι”.
Έχει ένα ρεκόρ που δεν έχει ‘σπάσει’ ακόμα στην Ευρώπη: των 19/20 σουτ. “Είχα φάει τάπα, αλλιώς θα ‘χα 20/20. Μου την ‘έριξε’ ο ΝτεΜιγκέλ. Ναι, ο Ινιάκι, ο οποίος δεν έφτανε τη στεφάνη. Ακόμα θυμάμαι το βρίσιμο που έφαγα από τον Ομπράντοβιτς. Του είχα πει πως έβαλε το χέρι από μέσα ο Ισπανός. Τι το ήθελα;”.
Πίσω στην πρώτη χρονιά που έπαιξε μπάσκετ, αγωνιζόταν σε τέσσερα παιχνίδια ισάριθμων κατηγοριών κάθε Σαββατοκύριακο. Ας μάθουμε πώς ξεκίνησαν όλα, μετά το ‘τελείωσε το τάε κβο ντο για εσένα’. “Έπαιξα στην Καρδίτσα ένα χρόνο (1991-92). Είχε έλθει ο αείμνηστος Γιώργος Αμερικάνος στην Καρδίτσα, μαζί με τον Λάκη Τσάβα, για να βρουν τον πατέρα μου. Είχαν μάθει πως παίζω καλά με τον Έσπερο. Ήταν μια περίοδος που αγωνιζόμουν σε τέσσερα παιχνίδια το Σαββατοκύριακο: στο παιδικό με πλαστό διαβατήριο, στο εφηβικό, το σχολικό και το ανδρικό. Σε όλα έπαιζα από 40 λεπτά. Μ’ άρεσε γιατί έτρεχα πιο γρήγορα από τους άλλους και πηδούσα πιο ψηλά από τους άλλους.
Ο Αμερικάνος είπε στον πατέρα μου πως θα ήθελε να με δει. Τον ρώτησε πού ήμουν. Ο μπαμπάς μου απάντησε ‘στην προπόνηση’. Εγώ ήμουν στην κατάληψη του σχολείου. Ήταν η πρώτη χρονιά των καταλήψεων στα σχολεία. Πήγαν στην προπόνηση, όπου ήταν τρία άτομα. Όλοι οι άλλοι ήμασταν στο σχολείο. Ακούω κάποια στιγμή ‘Γιαννούλης, βγες έξω’. Λέω ‘κάπου την ξέρω αυτήν τη φωνή’. Είδα από το παράθυρο τον πατέρα μου και χ**μένος κατέβηκα να δω τι θέλει. Είδα και δυο άλλους άνδρες και αναρωτιόμουν ποιοι είναι. Μου λέει ο μπαμπάς μου ‘δεν έχεις προπόνηση;’. Του λέω ‘άντε πάμε’, κατευθείαν με το τζιν. Έκανα ό,τι έκανα, μετά με είδαν σε τέσσερα ματς και με ενημέρωσε ο Αμερικάνος πως θα επέστρεφε το καλοκαίρι για να ασχοληθούμε με τη μεταγραφή μου”. Ο Γιάννης εργαζόταν τότε στο μπουζουξίδικο του πατέρα του, στην Καρδίτσα. Μη φανταστείς κάτι γκλάμουρ.“Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, ήμουν υπεύθυνος για τα νερά, τα τασάκια και την αλλαγή τραπεζιών. Η μητέρα μου ήταν στην ταμειακή”. Όταν τέθηκε θέμα ταξιδιού στην Αθήνα, δεν προέκυψε το παραμικρό θέμα. Τουναντίον. Τον συνόδευσε ο πατέρας του.
“Πήγαμε στην Πλατεία Βικτωρίας, στο μαγαζί του Δομάζου, όπου ήταν όλοι. Με πήγε από εκεί ο Αμερικάνος στο σπίτι του Κυρίτση, που είχε ανοιχτό γήπεδο στην αυλή, να κάνω προπόνηση. Σούταρα 10 τρίποντα, έβαλα από τύχη τα 7 και παθαίνει ο Κυρίτσης. Άρχισε να με φωνάζει ‘Κούκοτς’. Έκανα άλλες δυο μέρες προπόνηση -ο Αμερικάνος μου έκανε ατομικές, με την κόρη του Χριστίνα να μου δίνει τις πάσες- και μετά αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ομάδες”. Δεν ξεκίνησαν από την ΑΕΚ αν και προοριζόταν για εκεί. Η πρώτη στάση ήταν οι Αμπελόκηποι τη χρονιά που είχαν ανέβει στη Β’ Eθνική.
“Με τον Ρεντζιά ‘φτιάξαμε τον τέλειο παίκτη”
Τα πρώτα χρόνια στον ΠΑΟΚ λέει πως“έτυχα σε ομάδα που ήταν πανίσχυρη και είχε παιχταράδες και η δουλειά μου ήταν εύκολη. Είχα ρόλο: έπρεπε να ‘καθαρίσω’ τον αμυντικό του Πρέλεβιτς και μετά του Στογιάκοβιτς, ώστε να σουτάρουν ελεύθεροι. Έπρεπε να καλύπτω τον Ρεντζιά στην άμυνα, γιατί εκείνος ήταν καλύτερος από εμένα στην επίθεση. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Να παίξω άμυνα, να κάνω τα σκριν μου. Πράγματα που τώρα δεν κάνει κανείς, γιατί οι προπονητές νομίζουν πως ουδείς παίκτης μπορεί να παίξει πάνω από 4 λεπτά στο 100% -βάσει μετρήσεων. Είναι δυνατόν να κάνεις δυο ώρες προπόνηση και να μην μπορείς να αγωνιστείς πάνω από 4′ όπως πρέπει; Για αυτό δεν υπάρχουν πια παίκτες ‘σημαίες’”. Για να γίνει περισσότερο κατανοητός, αναφέρει ένα πρόβλημα που είχαν με τον Ρεντζιά. “Πάντα παίρναμε ξένους ψηλούς. Κάποια στιγμή είπαμε ‘δεν γίνεται να είμαστε ταλέντα και να φέρνεται άλλους’. Αρχίσαμε λοιπόν, να δουλεύουμε επί ενός συγκεκριμένου στιλ, γιατί ήμασταν ακριβώς το αντίθετο”.
Αυτή η παρέα στενοχωριόταν στις ήττες.“Αν τυχόν χάναμε από τον Άρη, νιώθαμε πως έπρεπε να νικήσουμε τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό στην Αθήνα, για να ρεφάρουμε. Να συνέλθουμε και να βγούμε στη Νίκης. Κάθε Τρίτη κυκλοφορούσε το ‘Τρίποντο’. Το έπαιρναν όλοι. Αν δεν είχες παίξει καλά, δεν μπορούσες να πας για καφέ. Τις καλές εποχές δεν είχαμε πληρώσει πουθενά! Ποιος να μας πάρει λεφτά;”.
Τα φιλαράκια του πήγαν στο ΝΒΑ. Εκείνος όχι. Δηλαδή, πήγε, αλλά… μια στιγμή να στα πει ο ίδιος. “Όλα είναι θέμα γνωριμιών. Είχα τον ίδιο μάνατζερ με τον Στογιάκοβιτς (Καπικιόνι). Εκείνος έριξε λογικά, όλο το βάρος στον Πέτζα. Ο Αλεξόπουλος, τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ είχε πει στον ατζέντη μας πως ‘δεν μπορείς να μου πάρεις και τους δυο παίκτες για το ΝΒΑ’ και ο Καπικιόνι μου είπε ένα ψέμα: ότι επειδή ήμουν 21 είχα χάσει την δηλώσω συμμετοχή στο ΝΒΑ draft. Να σημειωθεί πως από τα 18 έπαιζα στην Εθνική ανδρών, πρώτη αλλαγή -του Φασούλα. Οι scouts έρχονταν για τον Πέτζα και έβλεπαν και εμάς -τον Ευθύμη κι εμένα- και ενδιαφέρονταν. Είχαμε δει πως υπήρχαν ομάδες που ενδιαφέρονταν. Αν είχα άλλον ατζέντη ενδεχομένως να ‘χα φύγει νωρίς”.
Το ψέμα και η περιαγωγή που του στοίχισαν το ΝΒΑ
Πιστεύει πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο;“Όχι. Η ζωή είναι συγκυρίες. Φυσικά και θα ήθελα να πάω και ήταν κάτι που προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα εξαιτίας ενός παίκτη που ‘χε πει ψέματα πως δεν έχει εγχειρήσει το γόνατο -είχε εγχειρίσει και τα δυο. Ο Στιβ Γιατζόγλου μου άνοιξε την πόρτα για το ΝΒΑ και τα πήγα τόσο καλά που ήμουν το 16ο συμβόλαιο των Τορόντο Ράπτορς -την εποχή του Αντόνιο Ντέιβις και του Βινς Κάρτερ. Γιατί δεν το πήρα; Την πρώτη μέρα της προετοιμασίας είχε έλθει ο Έρικ Μοντρός με γύψο σε όλο το πόδι. Είχε πέσει με τη μηχανή. Είχε 2+1. Του πρότειναν να εξαγοράσουν τη διετία, με το ΝΒΡΑ, το σύνδεσμο των NBAers να ζητά να αδειάσει μια θέση στο ρόστερ για να μπω εγώ. Είχα κάνει εξαιρετική δουλειά στις προπονήσεις -σκριν στον Κάρτερ για να σουτάρει με την ησυχία του, είχα παίξει και σε ένα ματς με τους Μπουλς και μου έδωσαν συμβόλαιο. Μετά το ατύχημα του Μοντρός κάναμε το αίτημα, δεν έγινε αποδεκτό από το ΝΒΑ. Για να καταλάβεις είχα ανταλλάξει emails ακόμη και με τον Ντέιβιντ Στερν.
Έμεινα στη θεία μου στο Τορόντο καμιά εβδομάδα και μετά επέστρεψα. Όταν έφτασα στην Ελλάδα άνοιξα το κινητό μου και βρήκα εκατοντάδες κλήσεις -μέχρι και ο φροντιστής των Ράπτορς με είχε πάρει. Είχαν ‘πιάσει’ τον Νέιτ Χάφμαν -που έπαιξε στη Μακάμπι- να ‘χει πει ψέματα για χειρουργεία και τον είχαν ‘κόψει’. Με έπαιρναν τηλέφωνο για να πάω και δεν με έβρισκαν. Όταν είδα τις κλήσεις, ήταν αργά. Αυτό ήταν το ‘γαμώτο’ στην καριέρα μου”.
Το 2001, σε ηλικία 25 χρόνων πήγε στον Παναθηναϊκό.“Εκείνο το καλοκαίρι είχε προτάσεις από τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό και τη Βαλένθια -και άλλες πιο μικρές, αλλά αυτές είχα ξεχωρίσει. Στον Ολυμπιακό δεν ήθελα να πάω, αν και ήξερα πως θα είμαι από την αρχή από τα πρώτα ‘βιολιά’. Δεν ήθελα όμως, να ζήσω ό,τι ο Φασούλας, ο οποίος από τον ΠΑΟΚ είχε πάει στον Ολυμπιακό. Να σου πω εδώ ότι ο Ιωαννίδης είχε πει το καλοκαίρι πως ‘θέλω τον Γιαννούλη στον Ολυμπιακό’ και με έβριζε όλο το γήπεδο”, με αποκορύφωμα όσα έγιναν στο πρώτο παιχνίδι μεταξύ του ΠΑΟΚ και των ‘ερυθρολεύκων’ εκείνης της σεζόν: έναν ημιτελικό Κυπέλλου. “Στο πρώτο ημίχρονο είχα παίξει χάλια”, θυμάται.
Με έπαιρναν τηλέφωνο από τους Ραπτορς για να πάω και δεν με έβρισκαν. Όταν είδα τις κλήσεις, ήταν αργά
“Στο ημίχρονο, ήρθε ο Κολντεμπέλα, με βούτηξε από το λαιμό, με κόλλησε στον τοίχο και μου είπε ‘αν συμφώνησες με αυτούς, να ξέρεις πως δεν θα σε πάρουν γιατί ‘πούλησες’ ήδη μια ομάδα’. Ένιωθα από πίσω μου τους Φλεβαράκη, Σφαιρόπουλο και δυο τρεις άλλους, να με ‘χουν εγκλωβίσει για να μη σκοτώσω τον Κλαούντιο, ο οποίος μου έλεγε ‘εγώ στο είπα: θα υπογράψεις, θα πάρεις λεφτά και θα σε γ… ο Ιωαννίδης’. Θυμάμαι να θέλω να τον αρπάξω και να μην τον φτάνω, από όσους με κρατούσαν”.
Μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο και έκανε τα πάντα.“Πήγαμε στον τελικό του Κυπέλλου, τελείωσε η σεζόν και έπρεπε να αποφασίσω πού θα πάω. Ο Παναθηναϊκός είχε πάρει την Ευρωλίγκα και στα μεταξύ μας παιχνίδια ούτε που μας έβλεπε. Οπότε πήγα στον καλύτερο”. Το παρασκήνιο αφορά και ένα τηλεφώνημα που είχε δεχθεί από τον Δήμο Ντικούδη.“Ήθελε να με ρωτήσει πού θα πάω, ώστε να πάει αλλού -γιατί είχε και εκείνος πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Τα κάναμε τότε αυτά, μεταξύ μας. Δεν ήταν κάτι το περίεργο”.
Θυμάται και μια προπόνηση που είχε κάνει με τον Κώστα Τσαρτσαρή, όταν εκείνος ήταν ακόμα έφηβος, πριν φύγει για την Ισλανδία (1997). “Είχα πάει μια γκεστ σταρ εμφάνιση σε μια καλοκαιρινή προπόνηση και είδα ένα ψηλόλιγνο παιδί, που δοκίμαζαν οι κόουτς. Χωρίς προθέρμανση μπήκα να παίξω εναντίον του. Σε μια φάση, γύρισε και κάρφωσε στα μούτρα μου. Έπαθα πλάκα! Ήταν ένα τριάρι -τότε- με μακρινό σουτ. Τους είπα να προχωρήσουν. Μια εβδομάδα μετά, που ξαναπήγα για προπόνηση (γελάει) έμαθα ότι δεν τον ‘έκλεισαν’, γιατί δεν ‘έκανε’ ή ήθελε περισσότερα χρήματα. Δεν θυμάμαι”.
Έχει πάντα ένα ενδιαφέρον να ακούμε για ιστορίες παγκοσμίου κλάσης παικτών που απορρίφθηκαν στην Ελλάδα. Μια ήταν ο Τζινόμπιλι. Ισχύει ότι ‘δεν έκανε’ και αυτός;“Όταν είχε έλθει o Τζινόμπιλι για τον Ηρακλή είχε ζητήσει ένα ποσό που δεν μπορούσε να το δώσει η ομάδα. Ομοίως και ο Τσακαλίδης, ο οποίος είχε γυρίσει όλες τις ομάδες και ήθελε 300-400.000. Νομίζω είχε έλθει και ο Σκόλα. Επίσης, ο Στογιάκοβιτς πήγε πρώτα στη Λάρισα -πριν τον ΠΑΟΚ- αλλά δεν είχαν λεφτά να τον πληρώσουν”.
Είχε υπογράψει λοιπόν,“στους καλύτερους” και είχε κάνει πράγματα που του επέτρεπαν να πιστεύει ότι θα ‘χει βασικό ρόλο. Στην αρχή δεν έπαιζε. Είχε τρελαθεί.“Με είχε αγοράσει ο Παναθηναϊκός. Δεν είχα πάει ‘τσόντα’. Είμαι ο μοναδικός παίκτης, για τον οποίον πλήρωσε ο Παναθηναϊκός. Ήμουν οκτώ χρόνια διεθνής, είχα κάνει πράγματα και ο Ζοτς δεν με έβαζε στα παιχνίδια. Ένα βράδυ απηύδησα, πήρα τους φίλους μου και τους είπα ‘φεύγω, τα παρατάω. Έρχομαι Θεσσαλονίκη. Ξεκινήστε, ελάτε, έχουμε μετακόμιση’. Μετά πήρα τον Ιτούδη, για να του πω την απόφαση μου. Έβρισα, ούρλιαζα και μου είπε ‘θα μιλήσω στον κόουτς. Μη φύγεις’. Οι δικοί μου έφτασαν στις 5 το πρωί για να κάνουμε τη μετακόμιση, αλλά ο Δημήτρης με είχε ψήσει να μείνω”.
Την επομένη, πήγε στην προπόνηση. Τον έπιασε ο Ιτούδης.“Μου είπε πως είχε μιλήσει με τον κόουτς και ότι ήθελε να μου σπάσει τον τσαμπουκά, γιατί για εκείνον πάντα όλοι οι παίκτες ήταν το ίδιο. Ολοκλήρωσε με το ‘μην ανησυχείς. Θα παίξεις’. Δεν του ‘χε πει ποτέ τίποτα”. Μετά το δεύτερο μήνα, εκείνος και ο Μίντλετον ήταν οι σταθεροί βασικοί.“Είχα την Κάρε Ότις στο ερμάριο μου και τη φιλούσα πριν τα ματς για γούρι, κάτι που έπειτα από ένα σημείο έκανε και ο Ομπράντοβιτς”. Για τον ίδιο λόγο.“Ακούγαμε το ‘Αχ κορίτσι μου’ και αν δεν τελείωνε το ρεφρέν, ο κόουτς έδινε το σήμα, το ‘let’s go’, για να βγούμε στο γήπεδο.
Ο Ομπράντοβιτς είναι μάγκας. Τίποτα από όσα έχει κάνει, δεν έγινε στην τύχη. Η μαγκιά του προπονητή είναι να παίζεις για αυτόν. Kοίτα πώς σε κερδίζουν άνθρωποι σαν τον Ζοτς. Ο Παναθηναϊκός είχε καθυστερήσει να μας πληρώσει. Αποφασίσαμε να ενημερώσουμε τον Ομπράντοβιτς. Μας είπε ‘προπόνηση ποδόσφαιρο’. Το βράδυ ξαναπήγαμε στο γήπεδο για προπόνηση. Μας ρώτησε ‘πληρωθήκατε;’. Του είπαμε πως όχι και πήγαμε ξανά για ποδόσφαιρο. Σε μισή ώρα ήταν στο γήπεδο ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος. Μπροστά σε όλους, ο Ζοτς είπε ‘τα παιδιά είναι απλήρωτα. Δεν μπορώ να τους ‘τρέξω’. Την επομένη είχαμε πάρει τα λεφτά μας”.
H “απειλή” του Ομπράντοβιτς στον Μουλαομέροβιτς, για ένα βιβλίο
Θυμήθηκε και το σερί των νικών με τον Παναθηναϊκό (22-0).“Παίζαμε με τη Ρεάλ -την περίοδο του Τάρλατς, του Τάμπακ, ενώ σε εμάς ο πιο ψηλός ήταν ο Λάζαρος που δεν έπαιζε τότε- στη Μαδρίτη. Το σερί είχε ξεκινήσει εναντίον της Ρεάλ. Ήμουν στο δωμάτιο με τον Μουλαομέροβιτς. Τον πήρε τηλέφωνο ο Ζοτς να πάει να τον δει. Όταν γύρισε ο ‘Μούλα’ ήταν άσπρος. Τον ρώτησα τι είχε γίνει. ‘Μου είπε ο κόουτς πως αν δεν βάλω 30 πόντους, θα με διώξει. Μου είπε ότι θα με μαρκάρει ο Τζόρτζεβιτς και ότι υπάρχει και ένας ακόμα ‘πεθαμένος’ δεύτερος πλέι μέικερ. Γιατί θα με διώξει; Δεν κατάλαβα. Χάθηκα μέσα στα βρισίδια. Μου είπε κάτι για έναν που διάβαζε ένα βιβλίο”.
Ξημέρωσε η ημέρα του ματς (6/12/2001), πήγαν στο γήπεδο, βγήκαν για σουτ“και ο Ομπράντοβιτς ήταν σαν να ήθελε να σκοτώσει κάποιον. Ο Μποντιρόγκα μας έλεγε ότι ‘αν δεν νικήσουμε σήμερα, τη γα…, θα φτάσουμε Αθήνα και θα μας πάει κατευθείαν στο γήπεδο’. Όταν σφύριζε ο κόουτς ξέραμε ότι κάτι θα γίνει. Το έκανε για να γυρίσουμε στα αποδυτήρια. Εκεί μας είπε ο Ιτούδης ‘μου είπε ο κόουτς να σας πω όταν επιστρέψουμε στον αγωνιστικό χώρο, δείτε διακριτικά στον πάγκο της Ρεάλ”.
Αυτός που διάβαζε το βιβλίο -ακόμα και στον πάγκο, πριν το τζάμπολ του αγώνα- ήταν ο Σέρτζιο Σκαριόλο. Ο Ομπράντοβιτς είχε στείλει τον Δημήτρη Παπαδόπουλο να δει ποιο βιβλίο είναι, θεωρώντας πως θα ‘χει ως αντικείμενο το μπάσκετ.“Είχε στο εξώφυλλο κάτι λουλούδια. Ο Ζοτς δεν μπορούσε να χωνέψει κατ’ αρχάς ότι μια ώρα πριν τον αγώνα ο Σκαριόλο διάβαζε βιβλίο που δεν ήταν καν σχετικό με το μπάσκετ. Άρχισε να μας λέει ‘δηλαδή αυτός είναι τόσο χαλαρός και σίγουρος ότι θα μας νικήσουν που διαβάζει βιβλίο;’. Ο Μουλαομέροβιτς ήθελε να εξαφανιστεί, όταν ο Μποντιρόγκα μας είπε να δίνουμε την μπάλα πάντα στον ‘Μούλα’. Αντιδράσαμε. Του είπαμε ότι αν είχαμε μια τύχη, είναι να τη δίνουμε σε εκείνον. Δεν άκουσε κουβέντα. Μας είπε ότι οι πάσες θα είναι στον ‘Μούλα’, ο οποίος τελείωσε με 26 πόντους”, και ο Παναθηναϊκός νίκησε 70-78.
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Μποντιρόγκα τόσο μεγάλο παίκτη, δεδομένου ότι το μυικό σύστημα παρέπεμπε σε άνθρωπο που δεν είχε γυμναστεί ποτέ;“Τι είναι το ταλέντο; Να μπορείς να κοροϊδέψεις τους άλλους. Αυτό είναι το μπάσκετ: πώς θα σε κοροϊδέψω για να βάλω το καλάθι. Ο Ντέγιαν έτσι διακρίθηκε. Τον μάρκαραν κοντοί, τους πήγαινε μέσα στο καλάθι. Τον μάρκαραν ψηλοί, τους περνούσε. Διάβαζε απίστευτα το παιχνίδι. Έλεγε στον Ομπράντοβιτς ‘βάλε τον Γιαννούλη στο ‘5’ να μου κάνει σκριν ακριβώς εδώ και θα κλείνει τα μάτια και θα πηγαίνει κάτω από το καλάθι’. Μετά γύριζε σε εμένα και εξηγούσε πως ‘αν κάνεις 3” το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μας τα σφυρίξουν’. Γιατί ο Μποντιρόγκα δεν έγινε προπονητής;“Γιατί δεν ήθελε”.
Η υπόθεση του ντόπινγκ που αποδείχθηκε μοιραία, για την καριέρα του
Το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τον Παναθηναϊκό ήταν για 2+2 σεζόν. Έμεινε μία, γιατί προέκυψε θέμα με απαγορευμένη ουσία“που όντως, βρέθηκε σε δείγμα μου. Επειδή όλα αυτά είναι μηνύσιμα, θα αρκεστώ στο να πω ότι εγώ θα ήταν λίγο δύσκολο να πάω μόνος μου στο φαρμακείο να πάρω την όποια ουσία. Να την παραγγείλω ήταν ακόμα πιο δύσκολο, γιατί δεν υπήρχε ίντερνετ. Το πιο αστείο ξέρεις ποιο είναι; Σε ομαδικό άθλημα, για να πάρεις οτιδήποτε κατά τη διάρκεια της χρονιάς, πρέπει να είσαι o μ****ας. Μέσα στη χρονιά είναι χαζό να πάρεις οτιδήποτε, γιατί κάνεις κακό στον εαυτό σου με πολλές έννοιες.
Θα σου πω και κάτι άλλο αστείο: η ουσία που ανιχνεύτηκε στο δείγμα μου ήταν 25 χρόνια στην αγορά, από τα πρώτα αναγνωρίσιμα και το έπαιρναν οι γιαγιάδες για να πηγαίνουν στην τουαλέτα. Δηλαδή, πόσο ηλίθιος έπρεπε να είμαι να πάρω αυτό το φάρμακο, από όλα όσα υπήρχαν; Μήπως δεν είχα λεφτά να πάρω καλύτερο; Έχει πει ο Ιωαννίδης πως αν μου έκοβαν τις φλέβες, θα έτρεχε ουίσκι. Και είπε αλήθεια. Αυτό που έγινε κατέστρεψε την καριέρα μου. Στενοχωρήθηκαν άνθρωποι. Αλλά ξέρεις κάτι; Ουδείς πίστεψε ότι πήρα αυτήν την ουσία. Ήμουν πενταδάτος στον Παναθηναϊκό, είχα μεγάλο συμβόλαιο, η ομάδα πήγαινε τρένο. Δηλαδή, γιατί;
Είχα πάει στον Στάνκοβιτς, τον τότε πρόεδρο της FIBA και γελούσε. Η πρώτη του κουβέντα ήταν ‘το έμαθε ο Ομπράντοβιτς; Γιατί θα σε σκοτώσει’ και γελούσαμε”. Τι του είπε αλήθεια, ο Ομπράντοβιτς;“Δεν το πίστευε! Κανείς δεν το πίστευε. Ήμουν και τραυματίας με θλάση στο δικέφαλο -είχε μπει σε φάση από κάτω ο Σπανούλης, σε ματς στο Μαρούσι και έκανα κωλοτούμπα. Έμενα Πεντέλη, είχα πάει στην Καισαριανή για δίωρη θεραπεία και είχα μόλις γυρίσει σπίτι, όταν με πήρε ο Μάνος Παπαδόπουλος. Μου είπε να πάω στο γήπεδο πιο νωρίς, γιατί είχε βρεθεί παίκτης ντοπέ. Τον ρώτησα ‘ποιος;’ και μου είπε ‘εσύ’. Έπαθα σοκ. Είχα μπει μέσα στο γήπεδο με το αμάξι. Είχα τρελαθεί. Όταν μου είπαν το φάρμακο, έψαξα να μάθω τι ήταν. Έμαθα τα πάντα. Όπως ότι έπρεπε να κάνεις τρεις μήνες θεραπεία για να ‘πιάσει’.
Ειπε ο Ιωαννιδης πως αν μου εκοβαν τις φλεβες, θα ετρεχε ουισκι. Και ειπε αληθεια. Αυτο που εγινε κατεστρεψε την καριερα μου
Επειδή όλοι με ήξεραν και ότι το σώμα μου είναι δυνατό, κανείς δεν πίστεψε ότι πήρα κάτι. Δεν κινήθηκα δικαστικά γιατί δεν θα κέρδιζε κανείς και σίγουρα θα έχανα εγώ. Και να έλεγε κάποιος γιατρός ότι ‘ναι εγώ το έκανα, εγώ τιμωρούμαι’ το κακό είχε γίνει. Ήταν όλα λάθος. Αυτά τα πράγματα γίνονται το καλοκαίρι και βλέπεις τις αλλαγές στο σώμα το Σεπτέμβρη. Εγώ είχα Εθνική, οπότε ούτε τότε μπορούσα -αν υποθέσουμε ότι ήθελα- να το κάνω”.
Η ιστορία αυτή του στοίχισε πολλαπλά.“Κατ’ αρχάς μου στοίχισε 600.000.000 δραχμές, γιατί είχαν κλειστό συμβόλαιο 2+2 με τον Παναθηναϊκό. Ο Ομπράντοβιτς δεν αλλάζει παίκτες αν κάνουν τη δουλειά. Τρία πράγματα περίμενε να κάνω και αυτά έκανα. Τελείωναν τα παιχνίδια και μου έδινε την μπάλα του MVP -κάτι που τρέλαινε τον Μποντιρόγκα και μου πετούσε τα νερά στο κεφάλι”. Η συνέχεια τον βρήκε να διεκδικεί το δίκιο του και να διασχίζει τον Ατλαντικό (“γιατί δεν μπορούσα να παίξω στην Ευρώπη, λόγω τιμωρίας”), στην ιστορία που διάβασες πιο πάνω. Ναι, αυτήν που είχε κλειστό το κινητό και δεν είδε το ‘έλα πίσω’ των Ράπτορς.
O Γιαννούλης με τη γαλανόλευκη
Στην Εθνική έπαιξε για πρώτη φορά το 1993 και φόρεσε χρυσό στο Ευρωμπάσκετ εκείνης της χρονιάς, με την U16. Την ίδια περίοδο έπαιξε και στην U18, ακολούθησε η U22 το 1996, όταν κλήθηκε για πρώτη φορά στην ανδρών, στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο γραφείο του, έχει φωτογραφία με τον Σακίλ Ο’ Νιλ να είναι κολλημένος πάνω του.“Ήταν το παιχνίδι με το μεγαλύτερο κοινό στις εξέδρες. Διεξήχθη σε γήπεδο football και είχε μέσα 60.000 φιλάθλους. Μια ωραία ιστορία από αυτό το ματς αφορά ένα τάιμ άουτ που πήρε ο συγχωρεμένος ο Μάκης Δενδρινός. Ήδη χάναμε με 50 πόντους και μου λέει ‘άντε μπες κι εσύ’. Ήμουν 20 χρόνων. Μπαίνουμε με τον Οικονόμου, με ρωτά ‘άκουσες τι είπε;’. Δεν είχα ακούσει λέξη, γιατί είχα ‘χαθεί’ στο θέαμα, τους αντιπάλους, τον κόσμο, αυτό που ζούσαμε.
Όπως περπατούσαμε προς το κέντρο, βγήκαν οι Αμερικάνοι από το τάιμ άουτ και μου είπε ο Νίκος ‘ποιον θα πάρεις;’. Και έχουμε απέναντι μας τον Καρλ Μαλόουν και τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Του λέω ‘εσύ ποιον θες;’ (γελάει) Δηλαδή, ποιον από τους δυο να πάρεις; Ο Γιαννάκης -στην τελευταία του διοργάνωση, ως διεθνής- φώναζε από τον πάγκο ‘πιέστε’ και εμείς παίζαμε με όποιον είχαμε κοντά. Ο Φάνης (σ.σ. Χριστοδούλου) δεν ‘μασούσε’. Εκτός του ότι ήταν πιο ψηλοί, ήταν και πιο γομάρια, αλλά ο Φάνης δεν ένιωσε. Έκανε και έναν τσαμπουκά με τον Μπάρκλεϊ. Εμάς μας πήγε να… τότε”.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν από τους βασικούς.“Από τη δεκαετία του ’90 έως το 2005 που ήμασταν στην Εθνική η ίδια γενιά -Κορωνιός, Οικονόμου, Ρεντζιάς κλπ-, χωρίς τους προηγούμενους που κάποιες φορές έπαιζαν, είχαμε το εξής θέμα: οι Έλληνες παίκτες ήταν καλύτεροι των Ελλήνων προπονητών. Τώρα ισχύει το αντίθετο”. Τότε φαινόταν ωστόσο, να υπάρχει μεγαλύτερος σεβασμός (αυτοσεβασμός και μετά σεβασμός προς τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής). Τα ‘εγώ’ δεν ‘σκέπαζαν’ το ‘εμείς’.
“Ξέρεις γιατί φαίνεται να μη σέβονται τώρα, όπως σεβόμασταν εμείς; Γιατί ο καθένας είναι παρέα με το κινητό του. Τότε, όταν μιλούσε κάποιος μέσα στα αποδυτήρια, όλοι τον κοιτούσαμε. Τώρα λέμε ‘καλημέρα’, ‘καλησπέρα’ και ‘άντε γεια’. Ξέραμε ποιος χώρισε, ποιος είχε καινούργια γκόμενα, ποια είναι, αν είναι το παιδί άρρωστο. Τώρα είναι όλοι με το κινητό ακόμα και στα ημίχρονα και βλέπουν τα στατιστικά τους. Αν δεν ‘φας’ το μπινελίκι, αν δεν ακούσεις, πώς θα γίνει δουλειά; Πιστεύω γι’ αυτό δεν ασχολείται η δική μου γενιά με το μπάσκετ”.
Ο Γιαννούλης θυμήθηκε ένα περιστατικό ‘αληθινό’ από το 2001 και το Ευρωμπάσκετ της Τουρκίας. “Στην Αττάλεια υπήρχαν τραυματισμοί και ήμασταν τραγικοί. Οι Φώτσης και Παπαδόπουλος, ήταν τότε οι ‘νέοι’. Εκεί που ήμασταν όλοι στα πατώματα, από τον αποκλεισμό ακούμε στα αποδυτήρια ‘μπιμπ, μπιμπ, μπιμπ’. Έπαιζαν ‘Φιδάκι’ στα κινητά τους. Σηκώθηκε ο Αλβέρτης, σηκώθηκε ο Σιγάλας και εγώ σκεφτόμουν ποιου μέρος να πάρω, γιατί ηλικιακά ήμουν στη μέση, και με τον Λάζαρο ήμασταν αδέλφια. Είδα τον Αλβέρτη να τρέχει με χίλια, έτρεξα να μπω στη μέση και από πίσω ακουγόταν ο Φώτσης ‘σε γ…, το έκανα πιο γρήγορα’! Εκεί καταλάβαμε ότι μια εποχή έχει τελειώσει.
Ο μοναδικός στον κόσμο που μπορεί να πάρει αυτήν την Εθνική και να την κάνει ομάδα, να μη μιλάει κανείς και να αγαπά ο ένας τον άλλον, είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Όλοι τον σεβόμαστε και τον αγαπάμε. Είχα παίξει για εκείνον το ’97 στο Ευρωμπάσκετ, όταν είχε ακόμα μαύρα μαλλιά. Πήγε Αμερική έξι μήνες, γύρισε και έγινε προπονητής. Μας έλεγε ‘γιατί δεν έκανες καλά το πικ εντ ρολ;’ και όταν έδειχνε πώς γίνεται σωστά, το έκανε καλύτερα από εμάς”.
Επιχειρηματίας, ου μην και mediaρχης
“Mόλις τελείωσα την καριέρα μου ως επαγγελματίας το 2010, κοίταξα πίσω και είδα πως μια χρονιά ήταν σούπερ, μια χάλια, μια σούπερ, μια χάλια. Όχι αγωνιστικά. Πάντα όμως, κάτι γινόταν. Έτσι ήταν όλη μου η καριέρα. Δεν έχω πάρει ποτέ όλα τα λεφτά από ένα συμβόλαιο. Δεν έχω πληρωθεί ποτέ επί δέκα μήνες. Δεν είχαν λεφτά οι ομάδες; Διαλύονταν; Ήταν η τιμωρία; Είχα τσακωθεί με τον προπονητή; Είχε τσακωθεί ο προπονητής μαζί μου; Δεν έχω πάρει ποτέ από τον πρώτο μήνα έως τον τελευταίο”.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τα media, όπου γράφει ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή. Τη δική του και τη ζωή άλλων Ελλήνων αθλητών που θέλουν να μοιραστούν στιγμές τους.“Έχω παίξει σε μεγάλες ομάδες, με μεγάλους παίκτες, με μεγάλες νίκες, επιτυχίες και κάποια στιγμή αποφάσισα πως όλα αυτά θέλω να τα γράψω κάπου. Γράφω όπως μιλάω, άμεσα. Είμαι λαϊκός τύπος, μια λέξη που στο μυαλό μου αφορά την κουλτούρα του Έλληνα. Δεν είμαστε γκουρμέ!”.
Το G-Point έκανε πρεμιέρα στις 27 Δεκέμβρη του 2017. Σήμερα έχει φτάσει το 1.700.000 views.“Αν το περίμενα; Ομολογώ πως όχι. Θυμάμαι πως σκεφτόμουν ότι αν μπουν 200 φίλοι, θα είμαστε καλά. Είχε όμως, απήχηση γιατί οι αληθινές ιστορίες που δεν ξέρει ο απλός φίλαθλος για έναν αθλητή, έχουν απήχηση. Η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε για να γράφω τις ιστορίες που έως τότε διηγούμουν στους φίλους μου που είναι εκτός μπάσκετ. Μετά ζήλεψαν κάτι φίλοι από το μπάσκετ (γελάει) και ήθελαν να γράψουν κι εκείνοι τις δικές τους.
Όλοι λένε ‘είσαι διάσημος. Έχεις λεφτά’. Η θεωρία είναι ‘είστε κρέατα’. Μόνο που είμαστε άνθρωποι, με ζωές, με προβλήματα. Που τρεις φορές την εβδομάδα μένουμε σε ξενοδοχεία. Δηλαδή, με την οικογένεια μας κοιμόμαστε 4. Και αυτό γίνεται για όλο το χρόνο, αν παίζεις και στην Εθνική. Διακοπές πήγα για πρώτη φορά, όταν ήμουν 30 χρόνων. Τελείωνε το πρωτάθλημα 20/5 και επτά μέρες μετά άρχιζε η Εθνική. Πηγαίναμε σε ένα νησί, χαλούσαμε τεράστια ποσά σε πέντε μέρες, για να έχουμε την ψευδαίσθηση πως ξεδώσαμε και μετά είχαμε προετοιμασία με την Εθνική και στο ‘καπάκι’ προετοιμασία με την ομάδα. Στα βουνά. Για 40 μέρες.
Τότε δεν υπήρχε η τεχνολογία που δείχνει σήμερα πόσο αντέχει το σώμα του καθενός. Τότε ψηλοί, κοντοί τρέχαμε το ίδιο. Ο Παπαλουκάς, ο Διαμαντίδης στους 140 σφυγμούς πήγαιναν ‘σβηστά’ και εγώ με τον Ντικούδη και με τον Τσαρτσαρή πεθαίναμε. Τώρα τρέχει ο καθένας όπως πρέπει. Έλεγε ο Γιαννάκης ‘τρέξτε 50 λεπτά’. Οι κοντοί γελούσαν και εμείς, στη γαλαρία πεθαίναμε, γιατί έπρεπε να ακουμπάμε και τις γραμμές του γηπέδου. Και να ‘χεις τον Γιαννάκη ακριβώς στη γραμμή, αλλιώς άρχιζες από το μηδέν. Ξέρεις πως κάποιοι δεν μπορούμε να χαλάσουμε τα λεφτά που ‘βγάλαμε’, γιατί φοβόμαστε; Είναι πάρα πολλοί αυτοί που ‘χουν χάσει τις περιουσίες τους, με λάθος κινήσεις -ή γιατί ήταν θύματα επιτήδειων”. Έλυσε και το μυστήριο του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού αθλητών (πρώην και νυν) που επενδύουν στην τεχνολογία και τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα.“Είναι τα μοναδικά παιχνίδια που μπορείς να έχεις. Για λίγο. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο”.
Ο Γιάννης είναι πίσω και από το show-it.gr.“Για αυτό άργησα λίγο σήμερα, στο ραντεβού. Είχα πάει να πάρω από τη θεία μου κάτι χαρτιά, γιατί φτιάχνει κρέμες, θα κάνει εταιρεία και θέλει να βάλει την ταμπέλα στο site. Στο Show-it.gr, θα βρεις όποιον θέλει να διαφημίσει τον εαυτό του ή τα προϊόντα του. Πώς ήταν το ‘Αθηνόραμα’; Συνδύασε το με ωραίο lifestyle”. Ετοιμάζει και άλλα τρία site και γενικά, όπως θα κατάλαβες, δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ‘αράξει’. Αρκεί να ‘γεμίζει’ τη ψυχή του με πράγματα που τον κάνουν να περνά καλά. Στη λίστα ανήκει και το βιβλίο που έχει ήδη έτοιμο, με πράγματα που ήθελε να ‘βγάλει’ από τη ψυχή του, ώστε ακόμη και ένας να βοηθηθεί, θα είναι κέρδος.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το contra.gr και τους ΝΙΚΗ ΜΠΑΚΟΥΛΗ και ΓΙΑΝΝΗ ΖΩΙΤΟ, για την συνέντευξη-αφιερωμα!
Μπορείτε να με ακολουθήσετε στην σελίδα μου στο instagram:
@gian_gian15
(τζάμπα είναι…)